Η πορεία που ακολούθησε ο Κωνσταντίνος Β΄ ήταν να προσπαθήσει να τιθασεύσει το νέο καθεστώς (των επίδοξων ''σωτήρων'' !), να παίξει για χρόνο και στη συνέχεια να παραμείνει κοντά στον ελληνικό λαό με την εκπλήρωση των βασιλικων του καθηκόντων. Αυτή η τελευταία δράση βασίστηκε σε μια βαθιά πεποίθηση ότι η ελληνική βασιλική οικογένεια είχε και τότε, ότι είχαν πάντα οι Ελληνες βασιλεις ,την αγάπη του ελληνικού λαού. (Το σύνθημα των Ελλήνων βασιλέων ήταν το «Η δύναμή μου είναι η αγάπη του Λαου»).
Ο βασιλικος ελεγχος του καθεστώτος των συνταγματάρχων περιελάμβανε τη διασφάλιση του διορισμού του Κωνσταντίνου Κόλλια ως νέου πρωθυπουργού και του αρχηγού του στρατού του Στρατηγού Σπαντιδάκη ως νέου υπουργού Άμυνας και Αντιπροέδρου.
Η πραγματική εξουσία στην αρχή του καθεστώτος της 21 Απριλιου ήταν ο συνταγματάρχης Γιώργος Παπαδόπουλος, ο οποίος ήταν επίσημα «Υπουργός παρα τω Πρωθυπουργώ». Οι δύο άλλοι πιο εξέχοντες και ισχυροί εκ των συνταγματαρχών ηταν ο Στυλιανός Πατακός και ο Νικόλαος Μακαρέζος. Ο Πατακός (ο οποίος ήταν στην πραγματικότητα Ταξιαρχος) διορίστηκε υπουργός Εσωτερικών. Ο συνταγματάρχης Μακαρέζος διορίστηκε υπουργός οικονομικού συντονισμού, όπου ως υπουργός οικονομικών ήταν πραγματικά επιτυχής. Υπήρχε επίσης ένα ανώνυμο «Επαναστατικό Συμβούλιο» που είχε έναν βαθμό εξουσίας που ήταν δύσκολο να μετρηθεί.
Η προέλευση των συνταγματαρχών εχει τις ριζες της στον αριστερό Απρίλιο του 1944 τοτε που τα ελληνικά στρατευμάτα είχαν καταφύγει στην Αίγυπτο και εκει ξεσπασε μια κομμουνιστικη ανταρσια. Κλονισμένη από την ανταρσία, μια ομάδα αντικομμουνιστών αξιωματικών δημιούργησε ένα δίκτυο αμοιβαίας υποστήριξης. Αυτό το δίκτυο επέζησε στη δεκαετία του 1960 λόγω της σχολαστικής, αν όχι εμμονικής, φύσης του Γιώργου Παπαδόπουλου. Οι συνταγματάρχες δεσμεύονταν επίσης από την ομοιότητα του συντηρητικού αγροτικού υπόβαθρου που ειχαν. Ως νέοι εκτέθηκαν στον φασισμό του καθεστώτος Μεταξά και οι αντικομμουνιστικές φοβίες τους παγιοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου. Απέκτησαν επισης στην ζωη τους σκοπο και κατεύθυνση από το Παρακράτος που ο Στρατάρχης Παπάγος έχτισε κατά τη διάρκεια και μετά τον εμφύλιο πόλεμο.
Η πολιτική αναταραχή της περιόδου της «Αποστασίας» (δηλαδή ο χρόνος μεταξύ της παραίτησης του Γεωργίου Παπανδρέου τον Ιούλιο του 1965 και του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967) ήταν πιθανό ότι οταν σταματουσε ,δεν θα βοηθουσε να διατηρηθεί η συνέχιση του Παρακράτους μετά τη διεξαγωγή κοινοβουλευτικών εκλογών. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι αστικές αναταραχές έδειξαν ότι οι πολιτικοί κοινωνικοί έλεγχοι δεν θα μπορούσαν να διατηρηθούν μόλις αποκαθίστατο ένας βαθμός πολιτικής σταθερότητας από μια πιθανή κυβέρνηση Παπανδρέου / Κανελλόπουλου. Μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορούσε να είχε προχωρήσει στην πλήρη διάλυση του παρακράτους. Από την σκοπια των συνταγματάρχων, η πλήρης διάλυση του Παρακράτους * θα τους στερούσε απο έναν ουσιαστικό ρόλο στην ελληνική κοινωνία.
(* Η ύπαρξη παρακρατικών στοιχείων επέτρεψε στους συνταγματάρχες να επιβάλλουν γρήγορα ένα συνταγματικό καθεστώς στον ελληνικό λαό από την αρχή. Η ύπαρξη μιας κρίσιμης μάζας, περίπου το 35% του πληθυσμού, που υποστήριξε το Παρακράτος έδωσε επίσης στο καθεστώς μια έτοιμη βάση στήριξης).
Για τον συνταγματάρχη Παπαδόπουλο, η πολιτική αστάθεια της περιόδου της ''Αποστασίας'' προσέφερε μια χρυσή ευκαιρία να καταλάβει την εξουσία λόγω της πολιτικής αστάθειας και της αποξίωσης του κοινού προς την πολιτική. Το καθεστώς των συνταγματαρχών ήταν ουσιαστικά ένα ανακυκλωμένο καθεστώς Μεταξά.
Οι ηγέτες της ανταρσίας της 21ης Απριλίου του 1967 θεώρησαν την αρπαγή της εξουσίας τους ως «επανάσταση» σε αντίθεση με πραξικόπημα. Σε αυτό το πλαίσιο, το καθεστώς των συνταγματαρχών θεώρησε ότι ο ρόλος τους ειναι να «αναδιαμορφώσουν» τον ελληνικό χαρακτήρα και να τον ''καθαρίσουν'' από αυτό που θεωρούσαν ότι είναι ο ιδιοτελής ατομικιστικός προσανατολισμός των Ελλήνων που υποτίθεται ότι υποστήριζε την πρόσφατη πολιτική αστάθεια.
Παρόμοια με το καθεστώς του Μεταξά, οι συνταγματάρχες ακύρωσαν τα χρέη των αγροτών όταν έφτασαν στην εξουσία και έδωσαν προτεραιότητα στη περιστολή-συγκράτηση πιθανής πολιτικής διαφωνίας στα αστικά κέντρα. Η διευκόλυνση αυτού του τελευταίου στόχου υποβοηθήθηκε από την αποτελεσματικότητα με την οποία συνελήφθησαν οι εν ενεργεία Ελληνες πολιτικοί (συμπεριλαμβανομένων των Παπανδρέων). Οι πολιτικοί ηγέτες και οι βασικοί τους υποστηρικτές φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν σε απομακρυσμένα νησιά ή τέθηκαν σε κατ΄ οίκον περιορισμό. Η αυστηρή λογοκρισία του Τύπου επιβλήθηκε από την αρχή από το στρατιωτικό καθεστώς και αντικατόπτριζε την απροθυμία του να νομιμοποιηθει ταχέως με τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού κόμματος και τη διεξαγωγή εθνικών εκλογών.
Η απροθυμία του δικτατορικου καθεστώτος να ιδρύσει ένα κόμμα εξουσίας ήταν πιθανότατα διπλή. Πρώτον, πάρα πολλοί από τους αξιωματικούς του μυστικου Επαναστατικού Συμβουλίου ήταν εχθρικοί προς μια γρήγορη επιστροφή στον συνταγματικό δημοσιο βιο λόγω της εχθρότητάς τους προς τους πολιτικούς. Δευτερον αυτοί οι αξιωματικοί ανησυχούσαν επίσης ότι ο Παπαδόπουλος ήθελε να δημιουργήσει μια εξατομικευμένη δικτατορία. Υπήρχε επίσης μια συγκαταβατική στάση εκ μέρους του στρατού ότι ο ελληνικός λαός ήταν αρκετά «ώριμος» για να επιστρέψει σε μια συνταγματική-εκλογική πολιτική σε πρώιμο στάδιο.
Η πολιτική κατάσταση περιπλέχθηκε επίσης από την απροθυμία του Γ. Παπαδόπουλου να ανεχθεί την βασιλική εξουσία και τον Κωνσταντίνο Β΄, λόγω του αντιμοναρχισμού που ειχε ως βαθια πεποιθηση του ο συνταγματάρχης.
Ο έμφυτος αντι-μοναρχισμός των συνταγματαρχών μπορούσε να εντοπιστεί στα καθεστώτα Μεταξά και Παπάγου στα οποία η Μοναρχία ήταν απόλυτο εμπόδιο γιά την απόλυτη επικράτησης τους στην ελληνική κοινωνία και στην χειραγωγηση της κοινωνιας απο αυτα.
Οι εναλλασσόμενοι στόχοι των συνταγματάρχων είτε να επιλέξουν τη μοναρχία είτε να καταργήσουν τον βασιλικο θεσμό ήταν προφανείς στους εξυπνότερους πολιτικούς παρατηρητές από την αρχή. Οκτώ μέρες μετά το πραξικόπημα (29 Απριλίου) ιδρύθηκε ειδική επιτροπή του υπουργικού συμβουλίου για τη σύνταξη ενός νέου συντάγματος. Πραγματοποιήθηκαν εκπληκτικά έντονες συζητήσεις μεταξύ των επιτροπών, αλλά αυτές είχαν ελάχιστο πραγματικό αντίκτυπο. Ο πραγματικός διαιτητής του συντάγματος που τελικά διαβιβάστηκε ήταν το «Επαναστατικό Συμβούλιο», το οποίο τελικά υπέβαλε τη δική του εκδοχή ενός συνταγματικού σχεδίου το Σεπτέμβριο του 1968 για λαϊκή έγκριση.
(Δεν μνημονευει καθολου ο συγγραφεας τη βοηθεια της αμερικης στους συνταγματαρχες η οποια λυνει πολλα μυστηρια. Το Παρακρατος ευνοηθηκε απο τους αμερικανους, ηταν δικο τους παιδι, επρεπε να το σωσουν απο την καταργηση που του ετοιμαζαν ο βασιλιας και οι πολιτικοι Α.Π.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου