«Βήμα» στις αρχές του 2006, συνεντευξη που παραχώρησε προς την εφημερίδα και στον Αλέξη Παπαχελά ο Βασιλευς Κωνσταντινος.
Η 21η Απριλίου 1967 και οι διαπραγματεύσεις με τους πραξικοπηματίες
Τα μεσάνυχτα της 20ής προς την 21η Απριλίου 1967 τα ρολόγια σταμάτησαν στην Ελλάδα.
Επίορκοι αξιωματικοί καταχρώμενοι τα όπλα που τους είχε εμπιστευθεί η πατρίδα τα έστρεψαν εναντίον των πολιτών για να επιβάλουν απροκάλυπτη στρατιωτική δικτατορία. Τα σχέδια των πραξικοπηματιών επέτυχαν πλήρως επειδή, κατ΄ αρχάςυπήρχαν οι αντικειμενικά ευνοϊκές συνθήκες. Οι πραξικοπηματίες αξιωματικοί εφήρμοσαν απλώς ένα ειδικό σχέδιο («Προμηθεύς») που οι Ενοπλες Δυνάμεις είχαν επισήμως αλλά απορρήτως ετοιμάσει για να εφαρμόσουν αν έκριναν οι κυβερνώντες (δηλαδή ο ανώτατος άρχων που θα υπέγραφε το διάταγμα) ότι έπρεπε να κηρυχθεί η χώρα σε κατάσταση πολιορκίας!
Βεβαίως στην επιβολή της δικτατορίας συνετέλεσε και η ατμόσφαιρα πολιτικής παρακμής που είχε δημιουργηθεί με τα όσα ταπεινωτικά για τον λαό και τη χώρα συνέβησαν προκειμένου να επιβιώσει η κυβέρνηση των Αποστατών. Οπωσδήποτε οι απριλιανοί συνταγματάρχες κατάφεραν να παγιδεύσουν τα αφεντικά τους και να βάλουν ως προμετωπίδα τους τον τότε βασιλέα, όπως ο ίδιος αφηγείται σήμερα. Δεν είναι μόνον σκηνές από αστυνομική ταινία ορισμένα απ΄ όσα συνέβησαν στην Αθήνα και στο Τατόι. Είναι θλιβερά γιατί έδειξαν πόσο σαθρό ήταν το κράτος που προέβαλλε τον λεγόμενο… εσωτερικό εχθρό για να επιβιώνουν οι γεννήτορες της βίας και της πολιτικής ανωμαλίας στην Ελλάδα.
– Πείτε μου, πώς άρχισε εκείνη η δραματική βραδιά της 20ής προς 21η Απριλίου;
«Είχα καλέσει στο Τατόι τη μητέρα μου και τις δύο αδελφές μου. Η Σοφία επρόκειτο να επιστρέψει την επομένη στην Ισπανία. Αφού παρακολουθήσαμε ένα κινηματογραφικό έργο, η μητέρα μου αποχώρησε με τη μικρή μου αδελφή Ειρήνη. Επεισα τη Σοφία να παραμείνει και της υποσχέθηκα ότι θα την κατεβάσω στο Ψυχικό, όπου διέμενε με τη μητέρα μας. Επειδή πέρασε η ώρα, την παρεκάλεσα κάποια στιγμή να επιστρέψει μόνη της».
– Πότε πήρατε το πρώτο τηλεφώνημα;
«Λίγα λεπτά μετά τις 2.00 τα ξημερώματα, με ξύπνησε η τηλεφωνήτρια και μου ανήγγειλε ότι με ζητεί στο τηλέφωνο ο Αρναούτης, ο οποίος ψιθυριστά μου είπε ότι πυροβολούν το σπίτι του και ότι δεν ξέρει τι ακριβώς συμβαίνει. Του είπα να εξακριβώσει τι συμβαίνει και μου απάντησε ότι το σπίτι του ήταν περικυκλωμένο από ένστολους. Πήρα αμέσως στο τηλέφωνο τον αντισμήναρχο Παπαγεωργίου, ο οποίος ήταν υπασπιστής υπηρεσίας, και του δίνω εντολή να σημάνει συναγερμό».
– Πόσους άνδρες είχατε;
«Δεν θυμάμαι ακριβώς, αλλά δεν θα ήταν πάνω από 40, ελαφρά οπλισμένοι. Υπήρχαν νομίζω μόνο ένα οπλοπολυβόλο και μερικά περίστροφα».
– Μιλήσατε με τον Παπαληγούρα και τον Ράλλη νομίζω…
«Οχι, δεν μίλησα με τον Παπαληγούρα. Τηλεφώνησα στον πρωθυπουργό για να τον ρωτήσω τι συνέβαινε:
“Μεγαλειότατε, αυτή τη στιγμή έχουν έλθει να με συλλάβουν και με τραβούν από το κρεβάτι”. Και αμέσως μετά διακόπηκε η επικοινωνία μας. Μετά επικοινώνησε μαζί μου ο Ράλλης από τον Σταθμό Χωροφυλακής στο Μαρούσι, μάλιστα είχε φθάσει εκεί και ο Αβέρωφ. Ανταλλάξαμε απόψεις και όταν κόπηκαν οι επικοινωνίες συνεχίσαμε με τη μοτορόλα της Χωροφυλακής. Θυμάμαι ότι και οι δυο τους μου έλεγαν να αρνηθώ να υπογράψω οιοδήποτε κείμενο. Τους διαβεβαίωσα ότι δεν πρόκειται να βάλω την υπογραφή μου σε ό,τι και αν μου φέρουν. Ο Ράλλης μού ζήτησε την άδεια να επικοινωνήσει με το Γ΄ Σώμα Στρατού για να τους ενημερώσει ότι τόσον ο βασιλεύς όσον και η κυβέρνηση είναι αιχμάλωτοι, δεν έχουν καμία συμμετοχή και θα έπρεπε να μην υπακούσουν στις εντολές των πραξικοπηματιών. Συμφώνησα και του είπα να κινηθεί αμέσως. Δεν ξέρω αν είχατε μιλήσει ποτέ με τον μακαρίτη στρατηγό Ορέστη Βιδάλη… Τον συνάντησα αργότερα στις ΗΠΑ, όπου ήταν εξορία, και συζητήσαμε τι ακριβώς είχε συμβεί το μοιραίο εκείνο πρωινό. Μου διηγήθηκε ότι τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου του τηλεφώνησαν από το Επιτελείο και του έδωσαν εντολή να εφαρμόσει το σχέδιο “Προμηθεύς”. Ανοιξε τον σχετικό φάκελο και έθεσε το σχέδιο σε εφαρμογή. Πάνω στη διαδικασία αυτή, μπήκε στο γραφείο του ένας αξιωματικός της Χωροφυλακής, δεν θυμάμαι αν ήταν ο διοικητής Θεσσαλονίκης, και του είπε ότι ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Ράλλης τον είχε ενημερώσει ότι ο βασιλεύς και η κυβέρνηση είναι αιχμάλωτοι και δεν πρέπει να υπακούσει στις εντολές του Γενικού Επιτελείου. Ο Βιδάλης τηλεφώνησε στο Επιτελείο, μίλησε με τον αρχηγό του Στρατού, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι ο βασιλεύς ήταν μαζί τους. “Μεγαλειότατε” μου λέει “ποιον έπρεπε να πιστέψω; Τον αξιωματικό της Χωροφυλακής ή τον αρχηγό του Στρατού;”».
– Με αξιωματικούς;
«Επικοινώνησα με τον ταγματάρχη τότε Κομπόκη, ο οποίος ήταν διοικητής της 1ης Μοίρας Αλεξιπτωτιστών, και τον διέταξα να κατευθυνθεί αμέσως στο σπίτι τού Αρναούτη, που ήταν κοντά στο δικό του, να δει τι συμβαίνει και μετά να μεταβεί στον Ασπρόπυργο να οπλίσει τη μονάδα του και να τη φέρει προς ενίσχυσή μας στο Τατόι. Δυστυχώς ο Κομπόκης δεν υπήκουσε και όπως αποδείχθηκε με επρόδωσε εκείνο το πρωινό, όπως και αργότερα, τη 13η Δεκεμβρίου».
– Πώς συναντήσατε τους τρεις πραξικοπηματίες;
«Τους υποδέχθηκα στη βιβλιοθήκη, αφού ο αντισμήναρχος Παπαγεωργίου τους είχε ζητήσει να αφήσουν τα περίστροφά τους στον προθάλαμο.
Τους συνόδεψε ο υπασπιστής μου, ο οποίος, αν δεν με απατάει η μνήμη μου, παρέμεινε στη συζήτηση που επακολούθησε».
– Εσείς φοράτε στολή εκστρατείας, έτσι δεν είναι;
«Φορούσα στολή εκστρατείας. Ηταν τόση η οργή μου που δεν μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου τις λεπτομέρειες της στιχομυθίας. Ισως έπρεπε να τους είχα αντιμετωπίσει με το περίστροφο στο χέρι. Ημουνα βλοσυρός και άφηνα τον Παπαδόπουλο να μιλά, γιατί όπως θυμάστε ήταν πολύ φλύαρος».
– Σας έλεγε ότι ήθελε να σας ενημερώσει ή τίποτε άλλο;
«Προσπαθούσε να με πείσει ότι είχε σώσει την πατρίδα, τον θεσμό της Βασιλευομένης Δημοκρατίας και τον θρόνο. Και θυμάμαι ότι τον ρώτησα κάποια στιγμή εκνευρισμένος:
“Και ποιος σας έδωσε άδεια να σώσετε τη βασιλεία; Σας το ζήτησε κανείς;”.
Τους είπα ότι ήταν επίορκοι, με το πραξικόπημα υπονόμευαν τη Βασιλευομένη Δημοκρατία και βάζανε την Ελλάδα σε μεγάλες περιπέτειες».
– Ξέρατε κανέναν από τους τρεις;
«Μόνον τον Παττακό. Είχα ακούσει για τον Παπαδόπουλο, με αφορμή το επεισόδιο της ζάχαρης στον Εβρο το 1965. Διασώθηκε τότε και δεν παραπέμφθηκε στο Στρατοδικείο με παρέμβαση του Γ. Παπανδρέου επειδή ήταν συντοπίτης του. Οπως με ενημέρωσε ο Γαρουφαλιάς, υπουργός τότε Εθνικής Αμύνης, ο πρωθυπουργός δεν του επέτρεψε να διατάξει τη διενέργεια ανακρίσεως. Δεν είχα ακούσει ποτέ το όνομα Μακαρέζος».
– Και όταν σταμάτησε ο Παπαδόπουλος, άρχισε ο Παττακός να σας μιλάει;
«Μίλησε και ο Παττακός. Ο Μακαρέζος δεν άνοιξε το στόμα του. Ο Παττακός μίλησε και προσπάθησε κατά κάποιον τρόπο να είναι πιο ήπιος».
– Σας έδειξαν το διάταγμα;
«Δεν τόλμησαν να ανοίξουν την τσάντα και να μου δείξουν το διάγγελμα που είχαν ετοιμάσει και το διάταγμα που ήθελαν να υπογράψω και με το οποίο ανεστέλλοντο άρθρα του Συντάγματος και ετίθετο εν ισχύι ο νόμος περί “καταστάσεως πολιορκίας”. Το διάταγμα αυτό ουδέποτε το υπέγραψα, παρά τις επανειλημμένες πιέσεις τους. Τους έδιωξα από το Τατόι. Ημουν οργισμένος. Εβλεπα τη σκοτεινή σήραγγα στην οποία έμπαινε η πατρίδα μας».
– Ξέρατε αν ήσασταν περικυκλωμένος;
«Υπήρχαν άρματα μάχης που είχανε τοποθετηθεί σε όλη την περίμετρο. Διέταξα τον αξιωματικό της ασφαλείας μου να αναζητήσει τον διοικητή της μονάδας που είχε περικυκλώσει το Τατόι για να παρουσιασθεί ενώπιόν μου. Αντί να παρουσιασθεί ο διοικητής της μονάδος, συνελήφθη ο αξιωματικός ασφαλείας. Και τότε αντιλήφθηκα ότι εκινούντο εναντίον μου. Αμέσως διέταξα να συσπειρωθεί το προσωπικό της ασφαλείας μου με στόχο την αποτελεσματική προστασία μου».
– Καταφέρατε να μιλήσετε με κανέναν άλλον εσείς;
«Τους είπα ότι θέλω να ελευθερώσουν τον Αρναούτη και να δω τον Μπίτσιο, αλλά αρνήθηκαν. Μετά ζήτησα επιμόνως να έρθει ο αρχηγός του Στρατού. Μου είπαν θα κοιτάξουν να τον βρούνε. Από ένα ραδιόφωνο πληροφορήθηκα ότι ο βασιλεύς είχε την πρωτοβουλία της “Επαναστάσεως”. Ητανε το χειρότερο συναίσθημα της ζωής μου, διότι συνειδητοποιούσα ότι οι άνθρωποι αυτοί με δολιότητα εξαπατούσαν τον ελληνικό λαό. Επειτα από λίγο ήρθε ο Σπαντιδάκης. Ζήτησα να μου φέρουν το αυτοκίνητό μου για να κατεβώ στην Αθήνα. Εν τω μεταξύ έφθασαν και ορισμένοι υπασπιστές μου, δύο εκ των οποίων είχαν ήδη προσχωρήσει στη χούντα».
– Είχατε ανθρώπους κοντά σας ή ήσασταν…
«Είχα την ασφάλειά μου. Φεύγοντας, με ρώτησε ο Σπαντιδάκης πού θα πάμε.
“Θα πάω να δω εάν είναι καλά η οικογένειά μου”.
Αφού συναντήθηκα με τη μητέρα μου και τις αδελφές μου και διαπίστωσα ότι είναι καλά, κατευθύνθηκα στα ανάκτορα Αθηνών. Εκεί συνάντησα δύο επιτίμους υπασπιστές του πατέρα μου, τον ναύαρχο Λάππα και τον στρατηγό Παπαρρόδο. Ο πρώτος με συνεβούλευσε να αντισταθώ, ο δεύτερος να συμμαχήσω. Επίσης επεδίωξα ανεπιτυχώς να δω τον τότε αυλάρχη μου, στρατηγό Παπαθανασιάδη. Στη συνέχεια αναζήτησα τον Μπίτσιο, αλλά δεν τον βρήκα».
– Η μητέρα σας σάς είπε κάτι;
«Ναι. Με ρώτησε πώς είμαι. Μου είπε ότι είχε μια πολύ έντονη συζήτηση με τον αξιωματικό του άρματος, ο οποίος της έλεγε ότι ο βασιλεύς ήταν μαζί τους. Η μητέρα μου τον διέψευδε και τον διαβεβαίωνε ότι ήμουν αντίθετος, αφού είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο. “Σας κοροϊδεύουνε, σας λένε ψέματα” του έλεγε η μητέρα μου, και ο αξιωματικός στο τέλος δεν ήξερε ποιον να πιστέψει, διότι ο Παττακός όταν τους φώναξε τα μεσάνυχτα τους ανεκοίνωσε ότι η “Επανάσταση” γίνεται στο όνομα του βασιλέως. Ετσι, τα άρματα μάχης βγήκαν στους δρόμους οργανωμένα και πειθαρχημένα».
– Και κατόπιν πηγαίνετε στο Πεντάγωνο;
«Μετά, με τον Σπαντιδάκη, πήγα στο Πεντάγωνο όπου πέρασα δραματικές στιγμές. Κατευθύνθηκα στο γραφείο του υπουργού Εθνικής Αμύνης. Εκεί η κατάσταση ήταν αφόρητη. Οι τρεις πραξικοπηματίες με πίεζαν να υπογράψω το διάταγμα για την αναστολή των διατάξεων του Συντάγματος. Μου ζητούσαν να εκφωνήσω διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό και να σχηματίσω κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Σπαντιδάκη.
Τους έδιωχνα από το δωμάτιο, αυτοί ξαναμπαίναν, ξαναβγαίναν. Αυτό γινότανε συνέχεια. Επικρατούσε χάος. Τους είπα ότι θέλω να μιλήσω με τον πρωθυπουργό.
“Δεν έχετε πρωθυπουργό” μου απάντησαν. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και τους είπα:
“Σας έδωσα μία εντολή. Θέλω να την εκτελέσετε αμέσως. Δεν θα την επαναλάβω. Θέλω να δω τον πρωθυπουργό της Ελλάδας τώρα. Πηγαίνετε έξω”.
Τελικά ήρθε ο Κανελλόπουλος, τον οποίον κρατούσανε σε κάποιο υπόγειο. Μπήκε μέσα κατάλευκος, έξαλλος, αλλά κι εγώ ήμουνα στην ίδια κατάσταση. Και θυμάμαι ότι μου ΄πε:
“Τρεις συνταγματάρχαι και δύο λοχαγοί κατέλαβαν την εξουσία. Τι θα κάνετε, μεγαλειότατε;”. “Κύριε πρωθυπουργέ, γι΄ αυτό ζήτησα να έρθετε, να με βοηθήσετε, να με συμβουλεύσετε τι να κάνω”.
“Να τους συλλάβετε όλους” μου απάντησε. Του πιάνω τότε το χέρι, πάμε στο παράθυρο και τον ρωτώ:
“Τι βλέπετε εκεί έξω;”.
“Αρματα μάχης και στρατιώτες” μου απαντά.
“Δεν ελέγχω κανέναν από αυτούς, μπορείτε να μου πείτε πώς θα τους συλλάβω;”.
Γύρισε τότε και μου λέει:
“Τι σκοπεύετε να κάνετε;”. “Δεν ξέρω τι θα κάνω, κύριε πρωθυπουργέ. Ακριβώς αυτό θέλω να συζητήσω μαζί σας. Σκέφτομαι ότι πρέπει να κερδίσω χρόνο για να μπορέσω να αποκτήσω τη δυνατότητα να κινηθώ αποτελεσματικά αργότερα. Αλλως, μια προσωρινή λύση θα ήταν να ορκίσω κυβέρνηση με όσο μπορώ περισσότερους πολίτες και λίγους στρατιωτικούς”.
“Νομίζω ότι δεν έχετε άλλον τρόπο” μου απάντησε. “Πρέπει να ξαναπάω στο απομονωτήριό μου”.
Εκ των υστέρων ο Κανελλόπουλος είχε δηλώσει ότι μου εισηγήθηκε να συγκεντρώσουμε όλους τους αξιωματικούς και να τους μιλήσουμε. Δεν είναι αλήθεια. Δεν μου έκανε τέτοια πρόταση. Αλλά και εάν μου την είχε κάνει, δεν θα την έκανα δεκτή διότι θα ήταν αναποτελεσματική».
– Θα επιχειρούσατε ποτέ να βγείτε εσείς εκείνη την ώρα στο προαύλιο ή να κάνετε αυτό που έκανε ο γαμπρός σας, ο Χουάν Κάρλος, έπειτα από πολλά χρόνια;
«Δεν μπορεί να συγκρίνει κανείς τα δύο αυτά γεγονότα. Ο Χουάν Κάρλος απευθύνθηκε στον ισπανικό λαό από την τηλεόραση, κάτι που δεν ήταν εφικτό να κάνω αφού είχαν καταληφθεί από τους πραξικοπηματίες όλες οι επικοινωνίες. Σκέφθηκα ότι θα έπρεπε να μιλήσω σε όλους τους στρατηγούς, σε όλους τους ανώτατους αξιωματικούς, διότι η συντριπτική πλειοψηφία των κατωτέρων φαινόταν πως στήριζε με φανατισμό τους πραξικοπηματίες».
Το απριλιανό πραξικόπημα και η συνάντηση με τον πρόεδρο Τζόνσον
Πρόσωπο το οποίο συγκέντρωνε την αντιπάθεια όσων γνώριζαν τα παρασκήνια της δραματικής εκείνης εποχής, σχεδόν μισητός από μεγάλο τμήμα του λαού που καταλάβαινε τι παιζόταν στους χώρους των βασιλικών ανακτόρων, ο ταγματάρχης Μάκης Αρναούτης παρ΄ ολίγον να εκτελεσθεί από τους πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου 1967, όπως εξιστορεί ο βασιλεύς. Αξιωματικός που εφέρετο ως πραγματικός αρχηγός του Στρατού (αφού ήταν ο έμπιστος του νεαρού βασιλέως, εδρεύων μονίμως στα ανάκτορα), ο ταγματάρχης των καταδρομών γνώρισε εκ του σύνεγγυς τι σημαίνει ίντριγκα στις Ενοπλες Δυνάμεις, συνωμοσία, κατάλυση της νομιμότητας και κατάργηση της ιεραρχίας. Ο κομμουνιστικός κίνδυνος τον οποίο επεκαλούντο οι Ηρακλείς του θρόνου ήταν το επιχείρημα με το οποίο τους έδεσαν στο Πεντάγωνο το πρωί της 21ης Απριλίου 1967 οι επίορκοι συνταγματάρχες.
Είχαν σπείρει ανέμους και θέριζαν θύελλες…
– Κάποια στιγμή φωνάξατε τους ανώτατους αξιωματικούς σε μία αίθουσα. Τι συνέβη εκεί;
«Ναι, από ταξίαρχο και πάνω, εκτός από τον Παττακό. Ηταν αξιωματικοί του Στρατού, του Ναυτικού και της Αεροπορίας. Οταν συγκεντρώθηκαν όλοι στην αίθουσα συσκέψεων, τους απηύθυνα τα εξής περίπου λόγια:
“Κύριοι, είμαι αρχιστράτηγος των Ενόπλων Δυνάμεων. Εάν ο βασιλεύς Παύλος ζούσε, εγώ θα ήμουν τώρα υπολοχαγός. Γνωρίζετε πολύ καλύτερα από μένα τη στρατιωτική τέχνη. Εχω να σας πω ένα πράγμα: Ο βασιλεύς είναι απόλυτα αντίθετος με το πραξικόπημα και θέλω να ξέρω σε ποιον μπορώ να βασιστώ. Οποιος είναι αποφασισμένος να στηρίξει τον βασιλέα, παρακαλώ να σταθεί όρθιος”.
Επικράτησε παγωμένη σιγή. Ξαφνικά σηκώθηκαν όλοι όρθιοι. Και τότε αντιλήφθηκα ότι κανείς τους, εκτός από έναν, δεν ήλεγχε μάχιμη μονάδα. Ο μόνος αξιωματικός ο οποίος θα μπορούσε εκείνη τη στιγμή να με βοηθήσει ήταν ο νεότερος όλων: ο ταξίαρχος Ζαφειρόπουλος, διοικητής των καταδρομέων. Ηταν γενναίος αξιωματικός και είχε υπηρετήσει τον πατέρα μου. Πίστευα λοιπόν ότι αυτός θα μπορούσε να με βοηθήσει τις κρίσιμες εκείνες στιγμές. Επρεπε όμως να βρω τρόπο να μιλήσω μαζί του ιδιαιτέρως και εμπιστευτικώς. Οπότε, απευθυνόμενος σε όλους που ευρίσκοντο στην αίθουσα, τους ζήτησα να τους δω έναν-έναν, ιεραρχικά, στο γραφείο στο οποίο είχα εγκατασταθεί.
Αρχισαν λοιπόν να έρχονται έναςένας και να διατυπώνουν τη γνώμη τους. Η διαδικασία αυτή πρέπει να κράτησε περίπου δύο ώρες. Κάθε τόσο έμπαιναν στο γραφείο οι τρεις πραξικοπηματίες και με πίεζαν να ενεργήσω άμεσα, διότι, όπως ισχυρίζοντο, υπήρχε τάχα κίνδυνος οι κομμουνισταί να πάρουν τον έλεγχο της καταστάσεως!.. Τους έδιωχνα λέγοντάς τους ότι όλα αυτά είναι βλακείες και ότι δεν υπάρχει στον ορίζοντα κομμουνιστικός κίνδυνος. Σε κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα του υπασπιστηρίου, όπου περίμεναν οι υπασπισταί μου μαζί με τους υπασπιστές των αρχηγών και ο Αρναούτης, τον οποίο είχαν απελευθερώσει στο μεταξύ, και εμφανίζεται ο πλοίαρχος Λαγωνίκας, ο οποίος μετά έγινε και στέλεχος της χούντας» (σ.σ.: γενικός γραμματεύς του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας).
“Προσέξτε, μεγαλειότατε, έρχονται να συλλάβουν τον Αρναούτη”. Φώναξα τότε τον Σπαντιδάκη και του ζήτησα σε έντονο ύφος να φέρει πίσω τον Αρναούτη. Πραγματικά σε λίγο επέστρεψε ο Αρναούτης. Το κλίμα ήταν τέτοιο που είχες την αίσθηση ότι οι νεότεροι αξιωματικοί ήταν έτοιμοι να φθάσουν στα άκρα. Αφού μίλησα με διαφόρους αξιωματικούς, έφθασε έπειτα από δύο ώρες η σειρά του Ζαφειρόπουλου. Του λέω:
“Κύριε Ζαφειρόπουλε, είναι ζήτημα αν έχουμε ένα λεπτό στη διάθεσή μας. Εχεις τη δυνατότητα να πας να ενημερώσεις τους καταδρομείς που είναι υπό τις διαταγές σου ότι ο βασιλεύς είναι αιχμάλωτος και να τους φέρεις να πιάσουμε το Πεντάγωνο; Αν το κάνεις αυτό, θα σώσουμε την Ελλάδα”. Ο Ζαφειρόπουλος καθόταν σε στάση προσοχής και χαμογελούσε. Τον ρωτώ τότε γιατί χαμογελά.
“Μεγαλειότατε, δεν έχετε καταλάβει τι γίνεται εδώ πέρα. Φοβάμαι πως μόλις βγω από αυτό το δωμάτιο θα με πάνε κατευθείαν στη φυλακή. Εάν όμως μπορέσω να φτάσω έως τους καταδρομείς, είμαι βέβαιος πως θα έλθουν”.
“Ο Θεός μαζί σου” του λέω. “Πήγαινε και φέρ΄ τους”.
Αφού έφυγε, έδωσα εντολή να μην μπει κανείς στο γραφείο μου. Δεν ήθελα να δω κανέναν, για να σκεφτώ με ηρεμία ποιες θα ήταν οι κινήσεις μου σε περίπτωση που έφερνε ο Ζαφειρόπουλος τους καταδρομείς. Και ξαφνικά σηκώθηκα, άνοιξα την πόρτα της τουαλέτας και έκανα εμετό. Διότι ήξερα ότι, αν επετύγχανε στην αποστολή του ο Ζαφειρόπουλος, θα ήμουνα αναγκασμένος να δώσω εντολή να εκτελέσουν τους Παπαδόπουλο, Μακαρέζο και Παττακό.
Ισως δεν θα το έκανα την επομένη.
Εκείνη την ημέρα όμως θα έδινα εντολή, διότι ήταν ένοχοι εσχάτης προδοσίας και στάσης. Την επομένη, αν είχα εντωμεταξύ αποκτήσει τον έλεγχο της καταστάσεως, θα τους παρέπεμπα στο Στρατοδικείο. Βεβαίως εγνώριζα ότι εφόσον είχα φτάσει σε αυτή την ακραία απόφαση, στην ίδια ενδεχομένως θα είχαν φτάσει και εκείνοι. Δυστυχώς ο Ζαφειρόπουλος συνελήφθη και οδηγήθηκε στη φυλακή και έτσι το σχέδιό μου ματαιώθηκε.
Είχαν ήδη περάσει περίπου πέντε ώρες. Προβληματιζόμουν έντονα. Επρεπε να πάρω μια διαφορετική πρωτοβουλία, αφού η άμεση δυναμική αντιμετώπιση του πραξικοπήματος δεν μπορούσε να υλοποιηθεί.
Τότε, σαν μια διέξοδο, σκέφτηκα να αναθέσω την εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κόλλια. Ηθελα αφ΄ ενός μεν να κερδίσω χρόνο και αφ΄ ετέρου δε να αποφύγω την αιματοχυσία σε περίπτωση που κάποιες μονάδες, διαπιστώνοντας ότι είμαι εναντίον της χούντας, θα αποφάσιζαν να κινηθούν.
Οταν τους το ανακοίνωσα αιφνιδιάστηκαν, διότι ο Παπαδόπουλος και ο Παττακός δεν γνώριζαν ποιος ήταν ο Κόλλιας. Μόνον ο Μακαρέζος τον ήξερε. Τους ενημέρωσα ότι στις 6 το απόγευμα θα είμαι στα ανάκτορα των Αθηνών. Εξω επικρατούσε χάος. Αυτό που πρέπει να καταλάβετε είναι ότι όσο ήμουν μέσα στο γραφείο δεν έβλεπα το τι γινόταν. Συλλαμβάνανε στρατηγούς, τους πετάγανε μέσα σε δωμάτια, κτλ., κτλ. Οταν έβγαινα από το γραφείο, η απόλυτη τάξις.
Αναζητούσα λοιπόν τον κατάλληλο τρόπο να κερδίσω χρόνο για να μπορέσω να τους ανατρέψω. Εκεί επικεντρώθηκαν οι προσπάθειές μου.
Η Ιστορία θα με κρίνει. Επρεπε κάτω από την ασφυκτική πίεση του χρόνου να πάρω μια απόφαση καθοριστικής σημασίας για τον τόπο. Θα πρέπει να σας επισημάνω ότι εκείνες τις ώρες ήμουνα εντελώς απομονωμένος. Η νόμιμη κυβέρνηση της χώρας είχε καταργηθεί, ο πρωθυπουργός και βασικοί υπουργοί είχαν συλληφθεί, η δε ιεραρχία στο στράτευμα είχε ανατραπεί. Καθώς έφευγα από το Πεντάγωνο, έφθανε ο Κόλλιας. Απ΄ ό,τι έμαθα στην εξορία, εισέβαλαν βιαίως στο σπίτι του και του ανήγγειλαν ότι τον κάνουνε πρωθυπουργό!.. Ο Κόλλιας αρνήθηκε και τότε του είπε ο Λαδάς ότι τον ήθελε ο βασιλεύς. Ο Κόλλιας δέχθηκε να τους ακολουθήσει, υπό την προϋπόθεση ότι θα συναντούσε τον βασιλέα. Μόλις τον είδα, του λέω:
“Κύριε Κόλλια, έχει γίνει πραξικόπημα, σας έχω διορίσει πρωθυπουργό. Εάν δεχτείτε, ίσως βοηθήσουμε τον τόπο να βγει από το αδιέξοδο. Εάν αρνηθείτε, θα επικρατήσει χάος”».
– Να τελειώσουμε την ημέρα. Τους ορκίζετε εσείς και μετά φωτογραφηθήκατε μαζί τους, γεγονός που έχει συζητηθεί πολύ. Μάλιστα μου έχετε πει ότι δεν υπήρχε εκεί φωτογράφος.
«Δεν υπήρχε. Εγώ ζήτησα φωτογράφο. Καθώς ήμουνα απομονωμένος και δεν είχα καμία δυνατότητα να επικοινωνήσω με τον ελληνικό λαό, φαντάστηκα ότι με την ενόχλησή μου αποτυπωμένη σε μια φωτογραφία, θα γινότανε αντιληπτό ότι δεν υποστήριζα το πραξικόπημα. Εκ των υστέρων ήταν λάθος η φωτογράφιση. Την ορκωμοσία έκανε ο μακαρίτης Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, που ήταν βαρήκοος και δεν πολυκαταλάβαινε τι είχε συμβεί. Μετά την ορκωμοσία, συνεχάρη την κυβέρνηση. Εγινα έξαλλος και του λέω εις επήκοον όλων:
“Μακαριότατε, ποιους συγχαίρετε; Αυτοί έχουν κάνει πραξικόπημα”».
– Στη συνέχεια είδατε τον Τάλμποτ.
«Ηρθε στο γραφείο μου και με ρώτησε τι έγινε. Του περιέγραψα τι είχε συμβεί. Μου είπε ότι είχε την εντύπωση πως οι ΗΠΑ θα σταματήσουν την παροχή στρατιωτικής βοήθειας».
– Φοβόσασταν εκείνη την ημέρα ότι θα εκτελέσουν τον Ανδρέα;
«Υπήρχε τέτοιος φόβος. Οι διαθέσεις τους ήταν άγριες. Εδώ ήταν έτοιμοι να εκτελέσουν τον Αρναούτη, σύμφωνα και με τις εκτιμήσεις ανωτάτων αξιωματικών. Τι θα τους συγκρατούσε να εκτελέσουν και τον Ανδρέα, αν τα πράγματα φθάναν στα άκρα; Δεν εγνώριζα πού βρισκόταν ο Μπίτσιος, και ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η οποιαδήποτε επαφή με τους συνεργάτες μου».
– Εσείς βρίσκεστε μόνος τώρα στα ανάκτορα. Αργά το βράδυ, πείτε μου, τι σκέφτεστε;
«Ηταν μια δραματική και βασανιστική νύχτα. Σκεφτόμουνα ότι η Ελλάς είχε εισέλθει σε μεγάλη περιπέτεια. Αισθανόμουνα τύψεις διότι δεν είχα καταφέρει, έστω και την τελευταία στιγμή, να παρέμβω δυναμικά για να αποτρέψω αυτή την εγκληματική και καταστροφική για το έθνος εξέλιξη. Ητανε το χειρότερο πράγμα που είχε συμβεί στη ζωή μου. Ταυτόχρονα, από τη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι ήλεγχαν την κατάσταση, άρχισα να σκέφτομαι πώς θα αποκτήσω τη δυνατότητα να τους ανατρέψω για να επαναφέρω τη συνταγματική νομιμότητα και δημοκρατία στην Ελλάδα. Αυτό ήταν το μόνο πoυ απασχολούσε συνέχεια τη σκέψη μου. Σήμερα θα έλεγα ότι ίσως θα έπρεπε να είχα επιλέξει άλλους τρόπους αντιδράσεως, όπως να μην είχα ορκίσει την κυβέρνηση των πραξικοπηματιών. Μια τέτοια στάσις όμως ήταν ενδεχόμενο να οδηγήσει σε αιματοχυσία, κάτι που δεν θα ήθελα με κανέναν τρόπο να διακινδυνεύσω. Ηταν αποφασισμένοι, ιδίως οι νεότεροι αξιωματικοί, που ήλεγχαν τις μάχιμες μονάδες».
– Πείτε μου, πόσο δύσκολες ήταν οι πρώτες μέρες;
«Οι πρώτες μέρες ήταν πάρα πολύ δύσκολες. Πιέζανε, ζητούσαν να ορκίσω νέους υπουργούς για να συμπληρωθεί η κυβέρνηση, ψάχνανε συνεργάτες. Θυμάμαι, όταν ήρθε η πρώτη φουρνιά υποψηφίων υπουργών για να ορκιστούν στο Τατόι, αντίκρισα τον ναύαρχο Αθανασίου, τον οποίο γνώριζα από μικρό παιδί και συμπαθούσα. Μόλις τον είδα, αιφνιδιάστηκα και του είπα: “Ναύαρχε, τι κάνεις εσύ εδώ;”. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι είχε προσχωρήσει στη χούντα. “Δεν το κάνατε εσείς το πραξικόπημα, μεγαλειότατε;”.
“Οχι” του λέω. Και τότε ο ναύαρχος μού απαντά:
“Φεύγω αμέσως”.
“Μια στιγμή” του λέω. “Τώρα που ξέρω ότι είσαι εναντίον τους, κάτσε εδώ”- και τον κράτησα με τα δόντια.
Επίσης αγνοούσα ότι ο Ζωιτάκης υποστήριζε το πραξικόπημα, γι΄ αυτό, όταν ήλθε να ορκισθεί, του είπα:
“Δεν ντρέπεστε που έρχεστε εδώ;
Να ορκιστείτε ως τι;”».
– Είχατε την αίσθηση ότι προσπαθούσαν να σας ελέγξουν και ότι σας παρακολουθούσαν;
«Από την πρώτη στιγμή. Ακόμα και ο υπασπιστής υπηρεσίας την ημέρα εκείνη, ο Βαγενάς, ήταν μυημένος στο κίνημα. Το αντιλήφθηκα δε, όταν μετά, στο αυτοκίνητο, πηγαίνοντας στο Ψυχικό με τον Σπαντιδάκη, έκανε ανοιχτή προπαγάνδα. Είχε τοποθετηθεί στα ανάκτορα ως πράκτορας των πραξικοπηματιών. Παρακολουθούσαν τις κινήσεις μου. Είχαν δε, πιστεύω, τοποθετήσει μικρόφωνα μέσα στα ανάκτορα. Αντικατέστησαν και την ασφάλειά μου με ανθρώπους δικούς τους.
Κάθε φορά που συναντούσα τον Παπαδόπουλο επέμενε ότι έπρεπε ο αδελφός του, Κώστας, να ενταχθεί στο προσωπικό των ανακτόρων».
– Ως γραμματέας;
«Ναι, ως γραμματέας. Παρά τις συνεχείς πιέσεις, ποτέ δεν έκανα αποδεκτό το αίτημα αυτό».
– Πείτε μου λίγο, τι τύποι ήταν ο Παπαδόπουλος και ο Παττακός;
«Πάρα πολύ κουραστικοί. Ο Παττακός ήταν πιο ντόμπρος, πιο ευθύς. Από την πρώτη στιγμή, μου έλεγε ότι αυτός έκανε την “Επανάσταση”. Δεν το πίστευα. Απεδείχθη όμως ότι όταν ο Παπαδόπουλος δείλιασε την τελευταία στιγμή και θέλησε να υπαναχωρήσει, ο Παττακός τού είπε ότι θα βγει τα μεσάνυχτα με τα άρματα μάχης και όποιος θέλει ας τον ακολουθήσει.
Ο Παπαδόπουλος ήταν ο θεωρητικός, ο σκληρός. Μίλαγε ακατάπαυστα και δεν μπορούσες να καταλάβεις τι έλεγε. Χρησιμοποιούσε μια πολύ περίεργη γλώσσα, έλεγε… και έλεγε και δεν σταματούσε!.. Ο πιο δυσάρεστος από τους τρεις ήταν ο Μακαρέζος, ο οποίος όμως ήταν και ο πιο συγκροτημένος».
– Ο Αρναούτης πού ήταν εκείνο το διάστημα;
«Επειτα από μεγάλη προσπάθεια και αφού έκαμψα τις αντιρρήσεις των πραξικοπηματιών, λέγοντάς τους ότι είναι ο γραμματεύς μου και θα φύγει μαζί μου, τον έβγαλα από το Πεντάγωνο, γιατί φοβόμουνα ότι θα τον εκτελούσαν. Τον πήρα μαζί μου στο αυτοκίνητο και τον φιλοξένησα στο Τατόι μέχρις ότου τακτοποιηθούν τα διάφορα διαδικαστικά προβλήματα για τη μετάβασή του στο Λονδίνο ως βοηθός στρατιωτικού ακολούθου της ελληνικής πρεσβείας, όπως το είχα ζητήσει. Μετά από μια δεκαπενθήμερη, αν θυμάμαι καλά, διαμονή του στο Τατόι, τον πήγα ο ίδιος στο αεροδρόμιο γιατί φοβόμουνα μήπως τον συλλάβουν. Ενιωσα δε ότι ήταν ασφαλής μόνον όταν μπήκε στο αεροπλάνο».
– Ο Μπίτσιος;
«Δεν τον συνάντησα καθόλου κατά τη διάρκεια της 21ης Απριλίου. Δεν ήξερα πού ήτανε. Οπως σας ανέφερα νωρίτερα, δεν κατάφερα να τον εντοπίσω. Εκ των υστέρων πληροφορήθηκα ότι είχε μεταβεί αρχικά στην αγγλική πρεσβεία και μετά στο Πεντάγωνο, όπου όμως δεν τον άφησαν να με συναντήσει. Το βράδυ ήλθε στο Τατόι και μου ανακοίνωσε ότι θα παραιτηθεί από τη θέση του αρχηγού του γραφείου μου. Κατόπιν αυτού, με δική μου εισήγηση, τοποθετήθηκε μόνιμος αντιπρόσωπος της Ελλάδος στον ΟΗΕ».
– Οπότε, ανθρώπους είχατε κοντά σας;
«Δεν είχα κανέναν κοντά μου».
– Με τον Καραμανλή είχατε καθόλου επαφή εκείνο το διάστημα;
«Βέβαια. Υστερα από ένα μικρό χρονικό διάστημα, του έστειλα μήνυμα ότι προτίθεμαι να προετοιμάσω την ανατροπή της χούντας και ότι θα χρειαστώ ένα χρονικό διάστημα για να ετοιμαστώ. Τον παρεκάλεσα δε να μην προβεί σε καταγγελία κατά της χούντας ούτε να απευθύνει διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό μέχρις ότου τον ειδοποιήσω ότι είμαι έτοιμος. Και ενώ μου είχε υποσχεθεί ότι δεν θα κάνει τίποτα, δυστυχώς τον Νοέμβριο του 1967, όταν εκδηλώθηκε η κρίση με την Τουρκία, έκανε μια δήλωση ότι θα ήταν ευκαιρία ο βασιλεύς να ανατρέψει τη χούντα. Αυτή η δήλωση έγινε άκαιρα, αφού δεν είχα ολοκληρώσει την προετοιμασία μου».
– Πόσο κοντά φθάσαμε στον πόλεμο τον Νοέμβριο;
«Σύμφωνα με όσα μου είπε ο Ντεμιρέλ στην κηδεία του Αϊζενχάουερ, πάρα πολύ κοντά. Μια μέρα, με ειδοποίησαν ότι ο τότε υπουργός Εθνικής Αμύνης Σπαντιδάκης ζητούσε αναβολή της ακροάσεως που είχε προγραμματισθεί. Δεν δέχτηκα, και όταν τον συνάντησα μου είπε ότι έχουμε μεγάλη κρίση. Οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις είχαν εισέλθει στα τουρκοκυπριακά χωριά και υπήρχαν θύματα. Πήγαμε στο Πεντάγωνο, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων, οι επιτελάρχες, ο πρωθυπουργός και τα μέλη της κυβερνήσεως.
Αφού άκουσα την ενημέρωση που έγινε, σύμφωνα με την οποία ανεμένετο η απόβαση τουρκικών δυνάμεων στο νησί, τους πρότεινα να ζητήσουν από τον Μακάριο να αποσυρθούν οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις από τα τουρκοκυπριακά χωριά. Η πρότασή μου αρχικά αντιμετωπίστηκε αρνητικά, διότι η εκτίμηση της στρατιωτικής ηγεσίας ήταν ότι η κίνηση αυτή θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη υποχώρηση. Επέμενα ότι, αν δεν αποσυρθούν οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις, τουρκικός στρατός θα αποβιβασθεί στην Κύπρο, οπότε θα εμπλακούμε σε πολεμική σύγκρουση με την Τουρκία.
Μετά από διεξοδική συζήτηση, ο Παπαδόπουλος συμφώνησε και τότε τηλεφώνησα στους πρέσβεις των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας και τους ανακοίνωσα ότι μέχρι τις 6 η ώρα το πρωί θα είχαν αποσυρθεί οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις από τα τουρκοκυπριακά χωριά. Η απόφαση αυτή δεν αποτελούσε στρατιωτική ήττα της Ελλάδος, αφού δεν είχε εκπορευθεί από την Αθήνα η εντολή για τη στρατιωτική εισβολή στα τουρκοκυπριακά χωριά.
Ο Ντεμιρέλ, όταν τον συνάντησα στην Ουάσιγκτον, μου ομολόγησε ότι είχε λάβει το μήνυμα προς τους πρέσβεις των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας με καθυστέρηση 45 λεπτών, και εν τω μεταξύ είχε δώσει εντολή στον τουρκικό στρατό να προχωρήσει στην απόβαση. Μόνον δε όταν η αμερικανική κυβέρνηση του ανακοίνωσε ότι είχα προσωπικά διαβεβαιώσει ότι θα αποχωρήσει ο ελληνικός στρατός έδωσε εντολή να ματαιωθεί η απόβαση».
– Πείτε μου για τον Σεπτέμβριο του 1967 και την επίσκεψή σας στον Λευκό Οίκο. Εκεί είχατε ένα τετ-α-τετ με τον Τζόνσον;
Το πρώτο πράγμα που επίμονα μου ζήτησε ο πρόεδρος ήταν η αποφυλάκιση του Ανδρέα Παπανδρέου. Εξήγησα στον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών ότι δεν εξασκώ στη χούντα τόση επιρροή ώστε να κατορθώσω κάτι τέτοιο, του υποσχέθηκα όμως ότι θα προσπαθήσω.
Στη συνέχεια τον ρώτησα: “Γιατί ενδιαφέρεστε μόνο για ένα άτομο; Υπάρχουν και άλλοι πολιτικοί κρατούμενοι”, και του ζήτησα τη συνδρομή του στις προσπάθειες που έκανα για την απελευθέρωσή τους. Μεταξύ των κρατουμένων, του είπα, είναι και ο Γιάννης Τσουδερός, ο οποίος επίσης έχει σπουδάσει στις ΗΠΑ και είναι υιός πρωθυπουργού.
“Γι΄ αυτόν δεν έχω ακούσει τίποτα”.
“Και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μείνει στη φυλακή;”.
“Κατάλαβα τι μου λες, αλλά πρέπει να αντιληφθείς και εσύ ότι εδώ ενεργώ με κριτήριο τον αριθμό των επιστολών που φθάνουν στον Λευκό Οίκο. Ο μεγαλύτερος αριθμός επιστολών που λαμβάνω είναι εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, ταυτόχρονα όμως ο Γκαλμπρέιθ έχει ξεσηκώσει όλους τους διανοουμένους των ΗΠΑ εναντίον μου γιατί ο Παπανδρέου είναι στη φυλακή. Πρέπει να με βοηθήσεις”
Του απάντησα ότι θα συνεχίσω να κάνω ό,τι μπορώ».
«Περάσαμε μία ολόκληρη ημέρα μαζί. Ηταν ένας εντυπωσιακός άνθρωπος, ψηλός, επιβλητικός, ευγενής και έδινε ιδιαίτερη προσοχή στον συνομιλητή του.
Την εποχή εκείνη, οι ακροάσεις με τους προέδρους των Ηνωμένων Πολιτειών ελάμβαναν χώρα χωρίς την παρουσία τρίτων προσώπων.
Θυμάμαι, ο πρόεδρος άρχισε να διαβάζει μια έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ σχετική με την πολιτική της κυβερνήσεως των ΗΠΑ έναντι της Ελλάδος. Κάποια στιγμή διέκοψε το διάβασμα και με ρώτησε:
“Με ακούτε;”.
“Οχι” του απαντώ.
“Μπράβο” ήταν η απάντησή του, που με εξέπληξε. Μόλις ολοκλήρωσε την ανάγνωση, πέταξε το χαρτί που κρατούσε και μου είπε:
“Εγώ έκανα το καθήκον μου. Ελα να κουβεντιάσουμε τώρα”.
– Από αυτά που ξέρω, πρέπει ουσιαστικά να του μιλήσατε για το δικό σας κίνημα;
«Τον είδα το πρωί, μετά πήγαμε και φάγαμε με το υπουργικό συμβούλιο και ύστερα πήγα στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας. Εκεί επακολούθησε έντονη συζήτηση, κατά τη διάρκεια της οποίας απάντησα σε πολλές πιεστικές και αιχμηρές ερωτήσεις.
Χαρακτηριστική ήταν η εξής: “Εσείς έρχεσθε εδώ και μας ζητάτε βοήθεια, ενώ υπάρχουν 6.000
πολιτικοί κρατούμενοι στη χώρα σας”.
“Κάνετε λάθος. Υπήρχαν 8.500 πολιτικοί κρατούμενοι, ο αριθμός των οποίων μετά τις συνεχείς παρεμβάσεις μου έχει περιορισθεί κάτω από τις 3.000”.
Επακολούθησε συζήτηση για το Κυπριακό, τις πιέσεις της Τουρκίας και σε κάποια στιγμή τού δήλωσα ότι η χουντική κυβέρνηση δεν ήταν δική μου κυβέρνηση, και στόχο έχω την ανατροπή της.
Στη συνέχεια επέστρεψα στον Λευκό Οίκο. Εξήγησα στον πρόεδρο πώς έχει η κατάσταση, πώς έγινε το πραξικόπημα και με βεβαίωσε ότι η Αμερική δεν είχε καμία ανάμειξη. Αυτό, αν θέλει κανείς το πιστεύει».
– Μιλήσατε ανοιχτά για τον ρόλο της CΙΑ στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου;
«Οχι. Δεν ήθελα να τσακωθώ με τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών αμφισβητώντας αυτά που μου έλεγε. Κάποια στιγμή, του είπα ότι εγώ θα προσπαθήσω να τους ανατρέψω. Και τον ρώτησα αν θα σταθεί δίπλα μου σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Με ρώτησε με ποιον τρόπο και του απάντησα ότι δεν ζητώ τη συνδρομή των αμερικανικών δυνάμεων αλλά απλώς θέλω να γνωρίζω αν θα έχω την πολιτική και ηθική του στήριξη. Η απάντησή του ήταν:
“Ναι, θα σε στηρίξω”.
Δεν του είπα λεπτομέρειες, ούτε και τον ενδιέφερε κάτι τέτοιο, του ξεκαθάρισα όμως ότι θα καταβάλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκαταστήσω τη δημοκρατία στην Ελλάδα. Ηθελα να έχω την πολιτική και ηθική υποστήριξη του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών στην προσπάθειά μου αυτή».
– Πρακτική βοήθεια δεν ζητήσατε;
«Οχι».
– Ούτε περιμένατε καμιάν απάντηση αργότερα από αυτόν ή κάποια άλλη πληροφορία; Ζητήσατε αυτό το μηχάνημα επικοινωνίας ώστε να μπορείτε να μιλάτε μαζί του;
«Ο, τι μπορούσα ευπρεπώς να ζητήσω από τον πρόεδρο το ζήτησα, μια και δεν είχα καμία εμπιστοσύνη στην αμερικανική πρεσβεία. Επρεπε λοιπόν να εξασφαλίσω απευθείας επικοινωνία με τον Λευκό Οίκο. Δεν γνωρίζω βέβαια αν έφθαναν τελικά τα μηνύματά μου στον πρόεδρο».
– Υπήρχε κάποιος Αμερικανός με τον οποίο παίζατε σκουότς…
«Ναι, ήταν ο Τζο Λέπσικ. Ηταν βοηθός στρατιωτικού ακολούθου».
– Εσείς ξέρατε τη σχέση του με την CΙΑ τότε;
«Υποθέτω ότι όλοι οι αξιωματούχοι στις πρεσβείες των μεγάλων χωρών έχουν σχέση με τις μυστικές υπηρεσίες».
– Αυτό είναι σαφές, και ότι ήταν πράκτορας της CΙΑ.
«Τον γνώρισα γιατί με συνόδευσε στο ταξίδι μου στην Αμερική. Ο Τζο μού έδινε πληροφορίες σχετικά με το τι συνέβαινε στην πρεσβεία, κάτι που εξακολούθησε να κάνει και αφού έφυγα από την Ελλάδα τον Δεκέμβριο του ΄67».
– Αυτός πότε ήρθε στην Ελλάδα;
«Το ΄60-΄61…».
– Και έμεινε ώσπου φύγατε;
«Οχι, παραπάνω. Θυμάμαι πως ερχόταν στη Ρώμη και μου έδινε διάφορες ενδιαφέρουσες πληροφορίες».
– Του είχατε εμπιστοσύνη για να του δώσετε κάποιο μήνυμα;
«Του έδινα μηνύματα, αλλά δεν ξέρω αν έφθαναν στον προορισμό τους αφού δεν μπορούσα να το ελέγξω. Αυτό όμως δεν με ενδιέφερε διότι όταν έχεις να κάνεις με έναν άνθρωπο που διεκπεραιώνει διάφορες αποστολές ρυθμίζεις τα μηνύματά σου αναλόγως. Εργάζετο στην πρεσβεία των ΗΠΑ και ήτο βέβαιον ότι εξυπηρετούσε τα δικά τους συμφέροντα. Οταν ζούσα στη Ρώμη, και για να με καλοπιάσουν οι Αμερικανοί, ο πρέσβης τους μού έδινε όλα τα τηλεγραφήματα που έφθαναν στην Αθήνα».
H ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΓΙΑ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Στα τέλη του 1966 ο Κωνσταντίνος έρχεται σε επαφή με τους Κανελλόπουλο και Παπανδρέου, με τους οποίους συμφωνεί να υπάρξει υπηρεσιακή κυβέρνηση η οποία θα προχωρούσε σε εκλογές τον Μάιο του 1967.
– Περιγράψτε μου λίγο το κλίμα όταν βρίσκεστε για πρώτη φορά στο ίδιο τραπέζι ο Κανελλόπουλος, ο Παπανδρέου και εσείς.
«Η συνάντηση αυτή ήταν αποτέλεσμα εργασίας πολλών μηνών. Το κλίμα ήταν πολύ ευχάριστο διότι και οι δύο αυτοί πολιτικοί εγνωρίζοντο πολλές δεκαετίες, ήσαν πολιτισμένοι, διέθεταν μεγάλη πείρα και πολιτική σοφία. Είχαμε φθάσει σε μια συμφωνία και το μόνο που απέμενε ήταν να υπογραφεί το σχετικό κείμενο. Η συζήτηση που έγινε ήταν εποικοδομητική και υπήρχε η αίσθηση ότι είχαν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για τη διέξοδο από την κρίση».
– Εσείς γιατί το αποφασίσατε αυτό;
«Το αποφάσισα γιατί θεωρούσα ότι ήταν επικίνδυνη για τη χώρα η παράταση αυτής της καταστάσεως. Επρεπε να εκτονωθεί με την προσφυγή στις εκλογές».
– Αυτή είναι η περίοδος που αλλάζετε τον Χοϊδά με τον Μπίτσιο ή όχι; Και αναρωτιέμαι αν έπαιξε ρόλο αυτό.
«Οχι. Ολα αυτά έγιναν επί Μπίτσιου, αλλά δεν έπαιξε ρόλο η αλλαγή. Ο Χοϊδάς αποχώρησε για λόγους υγείας».
– Δεν είχατε κάποιον μετριοπαθή, δηλαδή…
«Αρχικά, με εντολή μου ο Μπίτσιος συναντήθηκε μυστικά πρώτα με τον Γ. Παπανδρέου και μετά με τον Κανελλόπουλο. Οι διαπραγματεύσεις διήρκεσαν πολλούς μήνες και κατέληξαν σε συμφωνία βάσει της οποίας θα εσχηματίζετο υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον Παρασκευόπουλο και τα δύο μεγάλα κόμματα, η ΕΚ και η ΕΡΕ, θα επέλεγαν από κοινού τους υπουργούς και τους γενικούς γραμματείς. Τελικά η συμφωνία υπεγράφη στο Τατόι. Θυμάμαι μάλιστα ότι εκείνη την ημέρα είχα διώξει όλο το προσωπικό για να μη διαρρεύσει η συνάντηση. Για λογαριασμό μου υπέγραψε ο Μπίτσιος».
– Εσείς ξέρατε ότι ο Ανδρέας δεν ήταν ενήμερος γι΄ αυτό;
«Οχι. Δεν είχα θέσει τέτοιο ερώτημα στον Γ. Παπανδρέου. Είχε συμφωνηθεί ότι μετά την υπογραφή η ΕΡΕ θα απέσυρε την εμπιστοσύνη της από την κυβέρνηση Στεφανόπουλου και εγώ θα έδινα την εντολή για σχηματισμό υπηρεσιακής κυβερνήσεως, που θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές, στον Παρασκευόπουλο, τότε διοικητή της Εθνικής Τραπέζης, τον οποίο θα έπρεπε να πείσω να συμπεριλάβει στην κυβέρνησή του τα πρόσωπα τα οποία είχαν επιλέξει οι Γ. Παπανδρέου και Π. Κανελλόπουλος. Προτού φύγουν από το Τατόι ρώτησα τον Γ. Παπανδρέου αν είναι αποφασισμένος να τηρηθεί η συμφωνία για να διεξαχθούν οι εκλογές στις 28 Μαΐου 1967. Η απάντηση που μου έδωσε μπροστά στον Κανελλόπουλο ήταν:
“Αντιλαμβάνομαι το ερώτημα που μου κάνετε. Αρχηγός του κόμματος είμαι εγώ, εγώ αποφασίζω και όχι ο Ανδρέας”. Είχε αντιληφθεί το τι υπονοούσα».
– Ο Ανδρέας πάντως δεν γνώριζε τη συμφωνία;
«Δεν γνωρίζω αφού ποτέ δεν τον είχα ρωτήσει. Δεν ρωτάς κάποια πράγματα. Εθεσα το παραπάνω ερώτημα στον Γ. Παπανδρέου γιατί αμετάθετο στόχο είχα την ομαλή διενέργεια εκλογών χωρίς ένταση για να εξέλθει ο τόπος από τα αδιέξοδα στα οποία είχε περιέλθει».
– Εκείνη την ώρα σκεφτήκατε ότι υπάρχει ακόμη πικρία από τον Μητσοτάκη και τους άλλουςότι αυτούς που σας στήριξαν κάπου τους πουλήσατε εσείς με αυτή την κίνηση; Τους πουλήσατε; Νιώθετε ότι τους πουλήσατε;
«Οχι, ποτέ δεν ένιωσα κάτι τέτοιο. Ο Στεφανόπουλος μπορεί να στενοχωρήθηκε λιγάκι αλλά ποτέ δεν το έδειξε.
Ούτε ο Μητσοτάκης εξεδήλωσε πικρία. Και οι δύο αυτοί πολιτικοί άνδρες, σοβαροί και με όραμα για την Ελλάδα, είχαν συνειδητοποιήσει, πιστεύω, ότι η συμφωνία μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων ήταν ένα σημαντικό επίτευγμα».
– Η επαφή με τον Καραμανλή πότε γίνεται; πριν από τις συναντήσεις ή μετά;
«Πριν. Πρέπει να έγινε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Προκύπτει και από το αρχείο Καραμανλή ότι έστειλα τον Μπίτσιο στο Παρίσι να τον δει διότι πίστευα ότι έπρεπε να ενωθούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις».
– Με ποιους όρους;
«Να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα».
– Να αναλάβει την ΕΡΕ, δηλαδή, ουσιαστικά.
«Αυτό θα ήταν δικό του θέμα. Δεν θα του έλεγα εγώ τι να κάνει. Του διεμήνυσα απλώς να επιστρέψει στην πολιτική σκηνή».
– Δεν του προτείνατε να τον κάνετε πρωθυπουργό;
«Οχι. Δεν πρότεινα να τον κάνω πρωθυπουργό. Του ζήτησα να γυρίσει στην Ελλάδα και να βοηθήσει τον τόπο να βγει από το αδιέξοδο. Οταν επέστρεψε ο Μπίτσιος από το Παρίσι, ήρθε στο Τατόι και επειδή ήταν βράδυ ήταν και η βασίλισσα παρούσα στη συζήτηση. Ο Μπίτσιος μού μετέφερε τον διάλογο που είχε με τον Καραμανλή, ο οποίος, αφού με ευχαρίστησε για το ενδιαφέρον μου, είπε στον Μπίτσιο ότι δεν μπορούσε να γυρίσει στην Ελλάδα και δεν επιθυμούσε να αναμειχθεί εκ νέου στην πολιτική. Οταν δε ρώτησα τον Μπίτσιο γιατί είχε αυτή τη στάση ο Καραμανλής, μου απάντησε:
“Ο Καραμανλής μού τόνισε ότι προϋπόθεση για να επιστρέψει στην Ελλάδα είναι να κηρύξετε τον στρατιωτικό νόμο, ως έχετε δικαίωμα σύμφωνα με το Σύνταγμα”. Ταράχτηκα και του λέω:
“Κύριε Μπίτσιο, η αποστολή σας δεν ήταν να μου μεταφέρετε τέτοιες εισηγήσεις. Δεν πρόκειται να το δεχθώ. Θα πρέπει να επιστρέψει στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας για να βοηθήσει τον τόπο και να συμβάλει στην ομαλή διεξαγωγή των εκλογών”».
– Αυτή είναι η τελευταία επαφή με τον Καραμανλή πριν από το πραξικόπημα;
«Ναι».
– Πληροφορίες για πραξικόπημα είχατε;
«Οχι, εκτός από διάφορους ψιθύρους και φήμες που κυκλοφορούσαν. Υπήρχαν σχετικά δημοσιεύματα στις εφημερίδες και γενικότερα».
Ο ΠΑΣΑΛΙΔΗΣ ΚΑΙ Ο… ΣΑΤΑΝΑΣ
«Οταν έπεσε η κυβέρνηση Παρασκευοπούλου αναγκάστηκα να καλέσω όλους τους πολιτικούς αρχηγούς και είπα σε όλους ότι θα έγραφα σε ένα χαρτί τις λύσεις που πρότεινε καθένας και αν υπήρχε μια κοινά αποδεκτή λύση θα την εφαρμόζαμε. Βεβαίως πρώτος ήταν στην τάξη το μεγαλύτερο κόμμα, ήταν ο πρόεδρος της Ενωσης Κέντρου, μετά ήταν ο πρόεδρος της ΕΡΕ, μετά ήταν ο Στεφανόπουλος, μετά ήταν ο Πασαλίδης και μετά ο Μαρκεζίνης. Ο Παπανδρέου μού είπε ότι λύσις πρώτη να μου δώσετε την εντολή, δεν το συνιστώ. Λύσις δεύτερη να δώσετε την εντολή εις τον Κανελλόπουλο, δεν δύνασθε εφόσον δεν την έχετε δώσει σε μένα. Λύσις τρίτη είναι να κάνετε υπηρεσιακή κυβέρνηση, αλλά αυτή έχει αποτύχει. Λύσις τέταρτη, μου λέει, είναι να κάνετε μια οικουμενική κυβέρνηση και να πάμε όλοι μαζί σε εκλογές.
Εφυγε και ήρθε ο αρχηγός της ΕΡΕ. Τα ίδια. Ηρθε ο Στεφανόπουλος. Τα ίδια. Ηρθε ο Πασαλίδης, ο πρόεδρος της ΕΔΑ. Τα ίδια. Και όταν ο Πασαλίδης έφτασε στο θέμα της οικουμενικής, του είπα: Κύριε πρόεδρε, εγώ οικουμενική δεν κάνω. Μου λέει: Γιατί; Διότι, του λέω, εάν σας φωνάξω όλους να κάνουμε οικουμενική κυβέρνηση, δεν θα συμφωνήσετε, θα διαφωνήσετε, θα τσακωθείτε και θα γίνουμε ρεζίλι. Και παίρνει τη μαγκούρα του και την κουνούσε και με κοιτούσε στα μάτια.
Παιδί μου, μου λέει, εσένα, παιδί μου, σε ήξερα για έξυπνο.
Τώρα κατάλαβα ότι είσαι κουτός. Του λέω: Γιατί έρχεσαι στο γραφείο μου, πρόεδρε, και με βρίζεις; Λέει: Ακουσέ με να σου πω. Φώναξέ μας να κάνουμε οικουμενική κυβέρνηση. Εάν πετύχει αυτό, εσύ θ΄ ανέβεις κι εμείς θα μείνουμε εκεί που είμαστε. Εάν αποτύχει αυτό, εμείς πάλι θα μείνουμε κάτω κι εσύ θ΄ ανέβεις. Ε, μπράβο, του λέω, είναι η καλύτερη συμβουλή που έχω λάβει όλη την ημέρα. Λοιπόν, συμφωνώ, θα κάνουμε οικουμενική. Θα με φωνάξεις κι εμένα; Βεβαίως, του λέω, όλοι θα μπουν στην κυβέρνηση. Πάμε, μου λέει, γιατί τώρα περιμένει και ο Σατανάς. Του λέω: Ποιος είναι ο Σατανάς; Μου λέει: Δεν ξέρεις ποιος είναι ο Σατανάς; Του λέω: Δεν ξέρω. Μου λέει: Ο Μαρκεζίνης. Σηκωθήκαμε, λοιπόν, επειδή ήταν και λίγο μεγάλος στην ηλικία και δεν μπορούσε να περπατήσει καλά. Του ΄δωσα το χέρι μου και τον πήγα μέχρι την αίθουσα που περίμενε ο πρόεδρος των Προοδευτικών. Και του είπα χαριτολογώντας: Ετσι μπράβο, πρόεδρέ μου, στηρίξου πάνω στον βασιλιά και όλα θα πάνε καλά. Και πήγε έξω και το είπε στον Τύπο.
Πήγαμε μέσα, βλέπω τον Μαρκεζίνη και του λέω: Κύριε πρόεδρε, έχετε υπόψη πώς σας αποκαλεί ο πρόεδρος της ΕΔΑ; Το ξέρω, μου λέει, Σατανά με λέει. Γνωρίζονταν πολλά χρόνια και ο Μαρκεζίνης κι αυτός την ίδια λύση πρότεινε, εκτός του ότι επέμενε ότι έπρεπε να γίνει αυτός πρωθυπουργός».
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΡΑΛΛΗ
«Εκπλήσσομαι»
Ο πρώην πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης- λίγες εβδομάδες πριν από τον θάνατό του στις 15 Μαρτίου του 2006- μετά τη δημοσίευση της συνέντευξης του τέως βασιλέως Κωνσταντίνου στο «Βήμα» τον Φεβρουάριο του 2006 είχε αποστείλει την επιστολή η οποία ακολουθεί απαντώντας στα όσα είχε ισχυριστεί ο Βασιλευς Κωνσταντίνος περί συνταγματικής εκτροπής που του επροτάθη από τον ίδιο και τους Κανελλόπουλο- Παπαληγούρα.
«Εκπλήσσομαι γιατί ο πρώην βασιλέας της Ελλάδος, μολονότι του απάντησα επί του ιδίου θέματος πριν από τέσσερα ή πέντε χρόνια, επανέρχεται επαναλαμβάνοντας ότι δήθεν οι αείμνηστοι Π. Κανελλόπουλος και Π. Παπαληγούρας, καθώς και εγώ, του εισηγηθήκαμε ουσιαστικώς “εκτροπή με δικές του ευλογίες”. Ο βασιλέας μάς είχε καλέσει στο Τατόι- και όχι στο γραφείο του Μπίτσιου- σε γεύμα εργασίας και ανήσυχος μας ρώτησε τι θα συμβεί σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής. Του απαντήσαμε ότι στην περίπτωση αυτή, ως και στις περιπτώσεις εκδήλου απειλής της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας της χώρας λόγω εσωτερικών κινδύνων, θα του προτείνουμε την υπογραφή διατάγματος διά του οποίου θα ανεστέλλοντο 10 άρθρα του Συντάγματος περιοριστικώς αναφερόμενα στο άρθρο 91 του Συντάγματος του 1952 που ίσχυε τότε. Στη συνέχεια τα μέτρα που ελήφθησαν θα έπρεπε να ανακοινωθούν αμέσως στη Βουλή προς επικύρωση, όπως απαιτεί το ίδιο άρθρο 91 του Συντάγματος.
Παρόμοιες διατάξεις περιέχουν τα Συντάγματα του 1975, του 1986 και του 2001 στο άρθρο 48 εδάφια 1, 2 και 3. Η εφαρμογή ή όχι του άρθρου 91 του Συντάγματος του 1952 δεν εξηρτάτο από τις ευλογίες του βασιλέως, αλλά από την εισήγηση της κυβερνήσεως που έπρεπε να επικυρωθεί από τη Βουλή. Προσθέσαμε στον πρώην βασιλέα ότι στην περίπτωση που η Βουλή θα είχε διαλυθεί, θα έπρεπε με το ίδιο διάταγμα της κηρύξεως καταστάσεως πολιορκίας να συγκληθεί εντός 10 ημερών η διαλυθείσα Βουλή για να αποφασίσει τη διατήρηση ή την άρση του διατάγματος αυτού.
Η ίδια ακριβώς διαδικασία στην περίπτωση που η Βουλή έχει διαλυθεί προβλέπεται και σήμερα στο άρθρο 48 εδάφιο 2 του Συντάγματος που επαναλαμβάνει αυτολεξεί τις σχετικές διατάξεις των Συνταγμάτων 1975 και 1986».
Γεώργιος Ι. Ράλλης
https://www.in.gr/2023/01/11/plus/istoriko-arxeio/teos-vasilias-konstantinos-otan-eksomologithike-sto-vima-ti-apokalypse-gia-tin-krisimi-dekaetia-1964-1974/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου