«Ο κόσμος  ζητωκραύγαζε,  τα πλοία  σφύριζαν, οι καμπάνες  χτυπούσαν…»!


Η  κυρια  που  εικονιζεται παρακατω  εζησε απο  κοντα  την  ιστορια  της  ενσωματωσης  της Δωδεκανησου  στον  κορμο  του  βασιλειου  της Ελλαδος.
Παραθετει  λοιπον  και  μια  πληροφορια  για  τον  απλο  και αληθινο  χαρακτηρα  του  βασιλεως Παυλου του Α' . Ο βασιλευς  εσκυψε  και  σηκωσε  την τσαντα της κυριας Χαριτου και την  εδωσε  πισω  στην εκπληκτη  κυρια Χαριτου !!
Η πρωτογενής μαρτυρία που έχει μεγάλη αξία. Οι πρωταγωνιστές! Αυτοί που τα έζησαν τα γεγονότα και συνήθως δεν μιλούν γι αυτά γιατί τις περισσότερες φορές πονάνε.

Εδώ όμως έχουμε  πανηγυρισμούς, η χαρά εξαπλώθηκε στους δρόμους, οι καμπάνες χτυπούσαν, οι γαλανόλευκες που είχαν φτιαχτεί από καιρό στο φως της λάμπας ανέμιζαν και περιφέρονταν από κορίτσια που τα νιάτα έλαμπαν πάνω τους.
    
Η Κατίνα Αγιακάτσικα, η Αστερόπη Φαρμακίδη, και τόσα άλλα κορίτσια που κρατούσαν την ελληνική σημαία, κι η λευτεριά τα μέθυσε, τα μετέτρεψε σε ιέρειες οι οποίες ξεκίνησαν τελετουργικά της παράδοσης της Δωδεκανήσου στη μητέρα πατρίδα στις 7 Μαρτίου 1948.
Την άκουσα να παίζει στο πιάνο την ώρα που ανέβαινα στο σπίτι της οδού Λοχαγού Φανουράκη για να τη συναντήσω.  Το κορίτσι με το χαμόγελο, το όμορφο, το αρχοντικό, που έβλεπα στις φωτογραφίες, είναι μπροστά μου μια ώριμη κομψή κυρία σήμερα, με ασημένια μαλλιά και τα μαργαριτάρια στο λαιμό της, γόνος μιας οικογένειας που μετείχε ενεργά στην οικονομική ζωή του τόπου.
Με πολυσχιδή κοινωνικοφιλανθρωπική δράση μέσα και από τη θητεία της ως προέδρου της ΧΕΝ, με μνήμες από περιόδους που συντάραξαν την Ελλάδα. Ανοίγει το άλμπουμ με τις φωτογραφίες και μου το εμπιστεύεται τελικά. Αυτό το άλμπουμ, που απ΄ τις σελίδες του περνάει η ιστορία αυτού του τόπου.
Σας άκουσα να παίζετε πιάνο ανεβαίνοντας τις σκάλες. Από πότε παίζετε πιάνο;
Από εννιά χρονών με τη μαντάμ Μπεατρίς, τη δασκάλα μου. Έχασα τη μαμά μου όταν εκείνη ήταν 44 χρονών. Μόλις απελευθερωθήκαμε. Ήμουν αριστούχος και κρατούσα τη σημαία, αλλά πρόλαβα μόνο την 28η Οκτωβρίου, μετά είχαμε πένθος στο σπίτι.

Η οικογένειά σας, μία σημαντική οικογένεια της εποχής, πρωτοστατούσε στις φιλοξενίες και τους πανηγυρισμούς για την απελευθέρωση και την Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου!
Μετά την απελευθέρωση έφτασε στη Ρόδο το θρυλικό πολεμικό «Αβέρωφ», στο οποίο επέβαιναν ο αντιβασιλέας  Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός και η Πανδωδεκανησιακή Επιτροπή αγωνιστών, οι Ιερολοχίτες, άνθρωποι του πνεύματος, αλλά και δημοσιογράφοι. Πενήντα άτομα. Η μαμά μου τους έκανε τραπέζι στο σπίτι.  Ήρθε πολύς κόσμος τότε στη Ρόδο, δεν είχανε πια δωμάτια τα ξενοδοχεία και ο πατέρας μου έδωσε ένα δωμάτιο από το σπίτι μας για να φιλοξενηθεί ένας συγγραφέας, κι ένας φωτορεπόρτερ. Εκείνες τις μέρες οι δημοσιογράφοι προσπάθησαν να αποσπάσουν μια δήλωση από τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό για το χαρακτήρα της ιστορικής επισκέψεως του «Αβέρωφ» στη Ρόδο. Εκείνος απέφευγε να μιλήσει γιατί οι μεγάλες δυνάμεις δεν είχαν πει ακόμα τελεσίδικα το «Ναι». Είπε ότι η επίσκεψη του Πολεμικού στη Ρόδο σήμαινε τον «αρραβώνα»  των 12 νησιών με τη μητέρα Ελλάδα. Δύο χρόνια μετά  με την Ενσωμάτωση έγινε «γάμος», οριστικός και τελεσίδικος της λευτεριάς των 12 νησιών.
Πώς αισθανόταν ο κόσμος ο απλός, τι θυμάστε νεαρό κορίτσι για τα συναισθήματα των ανθρώπων;
Μου ‘ρχεται και σήμερα στο μυαλό εκείνο το δημοτικό τραγούδι: «Αιώνες περιμέναμε πατρίδα να σε δούμε...»... Το ακούγαμε συχνά, τις ημέρες της απελευθέρωσης των νησιών μας. Ήταν τραγούδια που δεν τολμούσαμε λίγο καιρό πριν να ψιθυρίσουμε. Λόγια λευτεριάς, κρυμμένα σαν κρυφός θησαυρό στα βάθη της ψυχής μας. Όταν ξεκίνησαν οι ήττες των Γερμανών ο κόσμος άρχισε να ετοιμάζεται για τη μεγάλη μέρα, μας έπιασε ανυπομονησία.  Η λευτεριά ήρθε, αλλά η Ενσωμάτωση έγινε μετά από δύο χρόνια. Ο πατέρας μου αγόρασε υφάσματα για να ράψει η μητέρα μου τις γαλανόλευκες που θα κυμάτιζαν πια παντού στα σπίτια μας και στο εργοστάσιο επίπλων που είχε ο πατέρας μας. Το άσπρο και το μπλε ήτανε χρώματα ιερά που έκρυβαν όλο τον πόθο της λευτεριάς που είχαμε μέσα στις καρδιές μας. Ήταν επικίνδυνο όμως μην τυχόν γίνει καμιά έρευνα και τα ανακαλύψουν μέσα στο σπίτι μας οι Ιταλοί. Είχε μια αποθήκη ο πατέρας μου γιατί το εργοστάσιο το είχαν απαλλοτριώσει οι Γερμανοί, και έβαλε τα υφάσματα στα παράθυρα της αποθήκης για συσκότιση, για τους βομβαρδισμούς.

Πού πηγαίνατε όταν γίνονταν βομβαρδισμοί;
Εμείς που μέναμε κοντά στην Ακαδημία πηγαίναμε στα υπόγεια των σχολείων της Ακαδημίας για να αποφύγουμε τα γερμανικά stukas που βομβάρδιζαν. Αυτά είχαν περάσει όμως πια και περιμέναμε με λαχτάρα την Ενσωμάτωση. Όμως  όταν ήρθαν οι Έλληνες από την παλιά Ελλάδα μας ρωτούσαν «μιλάτε ελληνικά; πώς γίνεται να μιλάτε ελληνικά;»! Ήταν άνθρωποι που δεν γνώρισαν την σκλαβιά για να δούνε πως σμιλεύει τα ελληνόπουλα. Εμείς  μαθαίναμε ιταλικά στα σχολεία, αλλά ελληνικά στα κρυφά σχολειά. Περνούσε ο Ντεβέκι, ο στρατιωτικός διοικητής της Ρόδου,  από τους δρόμους της πόλης και ο οδηγός του πατούσε το κλάξον, σύνθημα ότι πρέπει να σταματήσει ο κόσμος για να χαιρετήσει με σεβασμό. Μια μέρα δεν σταμάτησε  κάποιος, κι ο οδηγός  κατέβηκε και τον χτύπησε. Όμως ο  άνθρωπος αυτός ήταν κουφός.   
Κι ήρθε επιτέλους η ώρα που έχασαν τον πόλεμο οι Γερμανοί! Πώς ετοιμάζονταν οι Ροδίτες, τι έκανε η δική σας οικογένεια;
Κλεισμένοι ένα βράδυ στο σπίτι, σίγουροι πως δεν θα χτυπήσει την πόρτα κανείς, οι γονείς μου  πήρανε μπροστά τους  την εγκυκλοπαίδεια. Έπρεπε να κατατοπιστούν για τις σωστές διαστάσεις της σημαίας μας. Η μητέρα μας άρχισε το ιερό έργο, κόβοντας και ράβοντας με ακρίβεια τις γαλανόλευκες λουρίδες και στην άκρη το σταυρό. Όλη η οικογένεια παρακολουθούσε σιωπηλή την ιεροτελεστία. Βλέποντας το αποτέλεσμα κάτι σκίρτησε μέσα μας. Και μετά αγωνία, ανυπομονησία για το πότε θα τη δούμε να κυματίζει στο μπαλκόνι του σπιτιού μας. Αλλά σας είπα, ο εχθρός άρχισε να χάνει και γι’ αυτό γινόταν όλο και πιο σκληρός.    

Κι ο εχθρός έχασε, κι η Δωδεκάνησος παραδόθηκε στους Συμμάχους.  Τι θυμάστε από εκείνες τις μέρες;
Η  9η Μαΐου 1945 ήταν η μέρα που γνώρισε το ξέσπασμα της λευτεριάς. Είναι η μέρα που υπογράφηκε στη Σύμη η Συνθήκη παράδοσης των νησιών μας από τον τελευταίο κατακτητή, τους Γερμανούς, στους Συμμάχους και μετά ο ερχομός των πρώτων Ελλήνων και Άγγλων αξιωματικών. Αυτοί ήρθαν πρώτοι στα ιερά μας χώματα. Ο κόσμος με το πρώτο φως της μέρας πήγε στο Μαντράκι να τους υποδεχτεί, να υποδεχτεί τους Ιερολοχίτες. Δεν χρειάστηκε να πατήσουν το χώμα της δικής μας γης. Τους σήκωσαν στους ώμους σαν νικητές και τους οδήγησαν στο ξενοδοχείο των «Ρόδων». Ακολούθησε όλο το πλήθος του ξαναζωντανεμένου θαρρείς Ροδίτικου λαού. Εκεί με ομιλίες και ζητωκραυγές εκδήλωνε την έξαρση και τον ενθουσιασμό για την περίσταση. Σαν χαμένοι μας έβλεπαν αυτοί οι άνθρωποι. Δεν περίμεναν τέτοιες εκδηλώσεις του πλήθους. Χαράχτηκαν στη μνήμη τους και στην καρδιά τους. Έτυχε να γνωρίσω αργότερα κάποιον απ΄ αυτούς και τον ρώτησα αν ήλθε ποτέ στη Ρόδο. Μου είπε «ήρθα εκείνη τη φορά, αλλά δεν θα ξαναέλθω …». Δεν ήθελε να βεβηλώσει τις στιγμές που έζησε, το μεγαλείο της λευτεριάς σε όλη του τη δόξα. Εκείνη την ημέρα πολλοί Ροδίτες πήγαν στο νεκροταφείο για ν΄ αναγγείλουν στους νεκρούς μας τη λευτεριά. Αυτή ήταν η πρώτη φάση της μεγάλης χαράς για την ελευθερία. Μετά ήρθαν οι Άγγλοι, εγκαταστάθηκαν και στο τέλος κι αυτοί δεν έφευγαν.
Εσείς οι νέοι, εσείς η ίδια, ψηλή, αγέρωχη, χαρούμενη, πώς πανηγυρίσατε;
Μέρες γυρνούσαμε ντυμένες στα γαλανόλευκα σε όλες τις συνοικίες με ό,τι μέσο βρίσκαμε, διαλαλώντας το μεγάλο, το αναπάντεχο γεγονός. Ούτε που μας ρωτούσαν οι γονείς μας πού γυρίζουμε. Όλοι βρισκόμασταν εκτός εαυτού.  Πετούσαμε θαρρείς με τα φτερά της λευτεριάς φωνάζοντας «Ζήτω η Ελλάς».
Και μετά η 7η Μαρτίου 1948, ημέρα που γιορτάστηκε η Ενσωμάτωση!
Ήταν η μέρα που επισήμως ορίστηκε να μας θυμίζει την Ενσωμάτωση με την Μητέρα Ελλάδα. Ήμουν μαθήτρια του Γυμνασίου ακόμα και είχα την τύχη να είμαι μια από τις ψηλότερες και να βρεθώ μέσα σ΄ εκείνες που πρωτοστάτησαν σε κάθε εθνική εκδήλωση των ημερών. Ήμουνα μία από τις 12 κοπέλες που ντυμένες με δωδεκανησιακές ενδυμασίες, εκπροσωπούσαμε τα νησιά μας, φέροντας μια κορδέλα με τ΄ όνομα κάθε νησιού. Οι προετοιμασίες είχαν αρχίσει από μέρες. Εμείς ζωντανεύοντας τα 12 νησιά, ξεκινήσαμε για την προκυμαία, απέναντι από το Δικαστικό Μέγαρο. Παραταχθήκαμε στις δύο πλευρές κρατώντας από ένα κάνιστρο με ροδοπέταλα στο ένα χέρι και από ένα περιστέρι λευκό στο άλλο.

Βλέπω από τις φωτογραφίες ότι δίπλα σας είναι και οι αρχές του τόπου.
Κοντά μας βρισκόταν ο τότε στρατιωτικός διοικητής Ιωαννίδης και ο δήμαρχος Γαβριήλ Χαρίτος, κρατώντας ένα βελούδινο μαξιλαράκι όπου βρισκόταν το χρυσό κλειδί της πόλης της Ρόδου.  Περιμέναμε με αγωνία τη στιγμή, κι ο ήλιος θαρρείς δυνάμωσε τις ακτίνες του και λάμπρυνε πιο πολύ το νησί μας, με μια λάμψη που ποτέ δεν ξανάδα.
Ποιο ήταν ακριβώς το τελετουργικό;
Από τις 10 το πρωί, το πολεμικό με τους εκπροσώπους της κυβέρνησης ήταν αγκυροβολημένο έξω από το λιμάνι, σημαιοστόλιστο. Στις 10 το πρωί, μια βενζινάκατος πλεύρισε την προκυμαία, βγήκαν οι βασιλείς με τα πιο λαμπρά τους ρούχα και προχώρησαν στην καγκελόπορτα. Ακριβώς εκεί τους περίμενε ο δήμαρχος για να τους παραδώσει και τυπικά το νησί μας, προσφέροντας συμβολικά το χρυσό κλειδί. Εκείνη τη στιγμή εμείς αφήσαμε τα 12 περιστέρια να πετάξουν ελεύθερα. Οι επίσημοι προχώρησαν προς τον Ευαγγελισμό για τη δοξολογία. Ο κόσμος ζητωκραύγαζε, χειροκροτούσε, τα πλοία σφύριζαν, οι καμπάνες χτυπούσαν θεότρελα και η φιλαρμονική παιάνιζε τον Εθνικό μας Ύμνο. Η συγκίνηση μας πλημμύριζε και μας έφερνε δάκρυα στα μάτια. Ήταν κάτι το ασύλληπτο. Όλοι αυτοί οι ήχοι ανακατεμένοι μαζί, ανέβαιναν ψηλά στον ουρανό για να σκορπίσουν το μήνυμα της λευτεριάς που ποθούσαν επί αιώνες ν΄ ακούσουν οι πρόγονοί μας.  
Υπήρχαν οργανωμένες εκδηλώσεις, ή η χαρά εξαπλώθηκε στους δρόμους και ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε;
Ο κόσμος δεν ήταν οργανωμένος, ό,τι αισθανόταν έκανε ο καθένας. Υπήρχε όμως κι ένα επίσημο πρόγραμμα. Μας κάλεσαν κι εμάς τα κορίτσια να πάμε στο «Ρόδων» για το δείπνο που θα παρέθεταν για το βασιλιά. Καθώς μπαίναμε προπορευόταν ο βασιλιάς με τη βασίλισσα. Θυμάμαι που ο κόσμος ήταν στις δύο άκρες του διαδρόμου για να περάσει το βασιλικό ζεύγος και  η κ. Χαρίτου, η σύζυγος του δημάρχου, στην κίνηση που έκανε για να  χειροκροτήσει έριξε κάτω την  τσάντα της. Ο βασιλιάς περνώντας  εκείνη τη στιγμή, έσκυψε τη σήκωσε και της την έδωσε. Κάποια κορίτσια ήρθαν απ΄ τα νησιά για να φορέσουν τη στολή και την κορδέλα με το όνομα του νησιού τους. Άλλα νησιά δεν έστειλαν κορίτσια, για αυτό εμένα θα με δείτε πότε να φοράω την κορδέλα με το όνομα «Λέρος», πότε «Αστυπάλαια» ή  το λευκό χιτώνα για τις εκδηλώσεις και τους πανηγυρισμούς. Μέρες πανηγυρίζαμε. Αξέχαστες στιγμές, μνήμες ανεξίτηλες...