Το Νοσοκομείο της ΑΒΥ της Πριγκίπισσας Σοφίας, έξω από τη Φιλιππιάδα, τον Ιανουάριο του 1913.
Ύστερα από έναν χρόνο απουσίας, ο Διάδοχος με την οικογένειά του και τους αδερφούς του, επέστρεψαν στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1910, και σύντομα αποκαταστάθηκαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στα πρότερα αξιώματά τους.
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, τα άρρενα μέλη της δυναστείας καθοδηγούσαν τον πόλεμο στα πεδία των μαχών, ενώ τα θήλεα καθοδηγούσαν τη φροντίδα των τραυματιών στα μετόπισθεν. Οι πριγκίπισσες Σοφία, Μαρία (σύζυγος του Γεωργίου), Ελένη (σύζυγος του Νικολάου) και Αλίκη (σύζυγος του Ανδρέα) με προεξάρχουσα, τη βασίλισσα Όλγα, κινητοποίησαν όλο σχεδόν το ανθρώπινο δυναμικό της Ελλάδας προκειμένου να βοηθήσουν στην πολεμική προσπάθεια. Οργάνωσαν νοσοκομεία τόσο στα μετόπισθεν όσο και στην πρώτη γραμμή, τα οποία επισκέπτονταν συχνά προκειμένου να ανυψώσουν το φρόνημα των στρατιωτών, λειτούργησαν πλωτό νοσοκομείο καθώς και ασθενοφόρο τρένο.
Η Σοφία ειδικά, μετακάλεσε από την Αγγλία και τη Γερμανία, έμπειρες νοσοκόμες του Στρατού, οργάνωσε νοσοκομειακές μονάδες στη Θεσσαλονίκη, στη Φιλιππιάδα της Ηπείρου την περίοδο της πολιορκίας του Μπιζανίου και πρόσφερε από τα προσωπικά της εισοδήματα για την αγορά τεχνητών μελών ή ειδικών θεραπειών σε βαριά τραυματισμένους.
Βασίλισσα των Ελλήνων
Στις 5 Μαρτίου 1913, ο Γεώργιος Α΄ δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη από κάποιον ψυχικά διαταραγμένο- όπως είναι η κυρίαρχη εντύπωση- ονόματι Αλέξανδρος Σχινάς. Ο απροσδόκητος αυτός θάνατος γέμισε θλίψη ένα έθνος που γιόρταζε τις μεγάλες νίκες των Βαλκανικών πολέμων. Στις 8 Μαρτίου 1913, ο Κωνσταντίνος, αναγορευόταν Βασιλιάς Κωνσταντίνος των Ελλήνων, σε μια σεμνή (λόγω του πένθους) τελετή, που έλαβε χώρα ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων, και η πριγκίπισσα διαδόχου Σοφία, καλείτο πλέον Βασίλισσα Σοφία των Ελλήνων.
Με την ευκαιρία της ενθρόνισης του Κωνσταντίνου, ο χρονογράφος και λογοτέχνης Σωτήρης Σκίπης έγραψε σε χρονογράφημα, με τίτλο «Ἠ νέα μας Βασίλισσα», για την αγάπη που είχε ο ελληνικός λαός στη νέα του Βασίλισσα:
«...Ἱδιαιτέρως ὅμως ἁπό ὅλα τά μέλη τῆς Βασιλικῆς Οἰκογενείας, ὁ Ἑλληνικός λαός ἠγάπησε πάντοτε τήν νέαν Βασίλισσάν του. Κανείς δέν γνωρίζει ποῦ νἀποδώσῃ τήν διάκρισην αὐτήν, ἡ ὁποία ἔν τούτοις ὐπάρχει μέσα εἰς τήν ψυχήν τοῦ Ἔλληνος. Τόση δέ εἶνε ἡ λατρεία τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ είς τό σεπτόν πρόσωπον τῆς νέας μας Ἀνάσσης, ὥστε ὅταν, σπανιώτατα ἄλλως τε, ἐδημιουργοῦντο παρωδικαί δυσαρέσκειαι μεταξύ ἀυτοῦ καί τῶν Ἀνακτόρων, ἐγνώριζον νά μή ἀναμιγνύουν είς αὐτάς τήν λατρευτήν των Πριγκίπησσαν Σοφίαν καί νῦν Βασίλισσαν τῆς Ἑλλάδος. Αὐτό παρετηρήθη προπάντων κατά τήν ἑπανάστασιν, ἡ ὁποία ἄλλως τε παραμένει ἡ μόνη περίστασις εἰς τήν ὀποίαν μεταξύ Θρόνου καί Λαοῦ ἐδημιουργήθησαν πρός στιγμήν ἀσήμαντοι παρεξηγήσεις διά νά ἐκλείψουν τήν ἄλλην ἠμέραν. [...]
Ἠ νέα Βασίλισσα ὠς χαρακτήρ εἶνε ἐντελώς διάφορος τῆς Βασιλίσσης Ὄλγας. Ὅσον διαχυτική ὐπῆρξε πάντοτε αυτή, τόσον ἐκείνη συγκρατημένη. Τά λόγια της εἶνε ἐλάχιστα καί ἀρέσκεται πάντοτε νά κρατῇ κάποιαν ἀπόστασιν ἀπό ἐκείνους ὄσοι λαμβάνουν τήν τιμήν νά τήν πλησιάσουν. Αὐτό τό κάτι τι ἀγέρωχον, τό ὀποῖον ἔχει ἐπάνω της, καί τό ὀποίον εἶνε ἔνα ἀπό τά μεγάλα γνωρίσματα τῶν Χοέντζολερν, ὄχι μόνον δέν δυσαρεστεῖ τόν λαόν, ἀλλά τόν γοητεύει. Ἠ γοητεία τήν ὀποίαν ἐξασκεί Αὕτη, προέρχεται καί ἀπό ἄλλους ψυχολογικωτέρους λόγους. Οἰ Ἐλληνες εἴμεθα ὄλοι, ποιός λίγο, ποιός πολύ, λάτραι τοῦ σπιτιοῦ. Αὐτός ὀ νοικοκυρισμός μας κολακεύθη τά μέγιστα ἀπό τόν νοικοκυρισμόν τῆς Βασιλίσσης μας. Πιστή καί αφωσιωμένη σύζυγος ἠ Αὐτῆς Μεγαλειότης Σοφία, ἐπέρασε τήν νεότητά Της ὠς τελεία νοικοκυρά. Σπανίως ἐταξείδευσε καί ἰδίως μόνη της, καί ἐπάνω ἀπό ὄλας τάς κοσμικάς «ντρισταξιόν» ἐλάτρευσε πάντοτε τήν οἰκογένειάν Της. Κυρία ἀνωτέρου διακεκριμένου ἀξιωματικοῦ μ' ἐβεβαίωσεν ὄτι ἠ Βασίλισσα Σοφία ἔρραβε μόνη της πάντοτε τά φορεματάκια τῶν μικροτέρων παιδιῶν της καθώς ἀκόμη ἐξακολουθεῖ νά ράβῃ τά φορέματα τοῦ πρίγκηπος Παύλου. Ἐπίσης συχνά σιδερώνει μόνη της τίς μπλοῦζες τού συζύγου Της.[...]»
«...Το έκτο παιδί, η Αικατερίνη, γεννήθηκε μέσα στους Βαλκανικούς. Ήταν η πριγκίπισσα που βάφτισε ο ελληνικός στρατός, κι έτσι ο βασιλιάς απέκτησε το προσωνύμιο ο «κουμπάρος».[...].
Στις 21 Απριλίου 1913 και ενώ ο βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε επιστρέψει στο Μακεδονικό μέτωπο, η Σοφία γέννησε το έκτο και τελευταίο παιδί τους, την Αικατερίνη. Ο Βασιλιάς θέλοντας να ενώσει και με πνευματικούς δεσμούς την βασιλική οικογένεια με τις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας, αποφάσισε να γίνουν ο Στρατός και ο Στόλος οι πνευματικοί πατέρες (νονοί) της νεογέννητης πριγκίπισσας. Στη βάπτισή της που έγινε την 1η Ιουλίου εκ μέρους του Στρατού νονός έγινε ο Ελευθέριος Βενιζέλος (που εκείνη την περίοδο εκτός από Πρωθυπουργός ήταν και Υπουργός Στρατιωτικών) και εκ μέρους του Στόλου, ο τότε Υπουργός Ναυτικών, Νικόλαος Στράτος.
Πατριωτικός Σύνδεσμος Ελληνίδων
Το καλοκαίρι του 1914, η βασίλισσα Σοφία, συλλαμβάνει και επεξεργάζεται τη δημιουργία ενός φιλανθρωπικού σωματείου κυριών, κατά τα πρότυπα των άλλων παρόμοιων σωματείων της Ευρώπης. Τον Νοέμβριο του 1914 δημιουργείται το σωματείο «Πατριωτικός Σύνδεσμος Ελληνίδων», του οποίου ο κανονισμός εγκρίθηκε από το Πρωτοδικείο Αθηνών στις 8 Νοεμβρίου. Πρόεδρος του Σωματείου ήταν η ίδια η Βασίλισσα, αντιπρόεδρος η Ιουλία Στρέιτ και γενική γραμματέας η Καλλιρρόη Παρρέν. Το σωματείο είχε ως αντικείμενό του σε καιρό πολέμου τη βοήθεια προς τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό και την περίθαλψη τραυματιών και σε καιρό ειρήνης την περίθαλψη απόρων παιδιών και ενηλίκων, τη φροντίδα θυμάτων θεομηνιών, τη βελτίωση των συνθηκών υγιεινής ιδιαίτερα στα φτωχότερα στρώματα του λαού. κ.α. Τα πρώτα χρήματα τα προσέφερε από το ιδιαίτερο ταμείο της η βασίλισσα Σοφία, 47.000 δρχ., ενώ γενναία συνέβαλε και ο Κωνσταντίνος Αγγελής (έμπορος και πρόξενος της Ελλάδας στο Αννόβερο) με 50.000 δρχ., η Εθνική Τράπεζα με 10.000 δρχ. και πολλοί ιδιώτες.
Από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και κυρίως μετά τον συμμαχικό αποκλεισμό της Αθήνας, από τον Νοέμβριο του 1916 και μέχρι τον Ιούνιο του 1917, ο Σύνδεσμος επικεντρώνεται στην παροχή τροφίμων και κυρίως παιδικών τροφών. Λειτουργεί καθημερινά επτά συσσίτια σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας, διένειμε σε όλους ψωμί με δελτίο, παρείχε γάλα και «γαλακτούχο φαρίνα» για τα βρέφη και προωθούσε νέο πιο οικονομικό τρόπο μαγειρέματος τα «αυτόματα μαγειρεία» –ένα είδος ξύλινων κιβωτίων επενδυμένων με άχυρα, μέσα στα οποία τοποθετούνταν η χύτρα– που διανέμονταν από τα γραφεία του συνδέσμου. Η πρωτοβουλία αυτή στόχευε να βοηθήσει τον πληθυσμό να επιβιώσει καθώς ο αποκλεισμός στερούσε την Αθήνα από τρόφιμα και καύσιμα, ενώ παράλληλα είχε εκτοξευτεί η ανεργία αλλά και η κερδοσκοπία στις τιμές των προϊόντων.
Ο Πατριωτικός Σύνδεσμος συνεισέφερε πάρα πολύ στη βελτίωση των συνθηκών ζωής ιδιαιτέρως των παιδιών και των νέων κοριτσιών ωστόσο τα γεγονότα και οι αντιλήψεις κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού, οδήγησαν την κυβέρνηση Βενιζέλου στη διακοπή της λειτουργίας του Σωματείου και στην αλλαγή του ονομασίας του. Το Σωματείο διαλύθηκε στις 31 Αυγούστου 1917 με τον νόμο 808, και η περιουσία του μεταβιβάστηκε στον νέο ημικρατικό οργανισμό, που ονομάστηκε «Πατριωτικόν Ίδρυμα Περιθάλψεως», και που αργότερα θα μετονομαστεί σε Π.Ι.Κ.Π.Α.
Στην εξορία
Η διαφορά των πολιτικών επιλογών όσον αφορά τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο των δυο κυρίαρχων πόλων της πολιτικής ζωής, του Ελευθέριου Βενιζέλου που υποστήριζε την έμπρακτη συμμετοχή της Ελλάδας στο πλευρό της Αντάντ, και του βασιλιά Κωνσταντίνου που υποστήριζε την ουδετερότητα της χώρας, οδήγησε την Ελλάδα σε αυτό που οι ιστορικοί έχουν ονομάσει "Εθνικός Διχασμός". Οι δυο εξουσίες μην θέλοντας να υποχωρήσουν και να συμβιβαστούν μεταξύ τους οδήγησαν τη χώρα στην στρατιωτική της κατάληψη από τους Συμμάχους –σφοδρός υποστηρικτής των οποίων ήταν ο Βενιζέλος– και τον εξαναγκασμό του βασιλιά Κωνσταντίνου σε αποπομπή όχι μόνο από το θρόνο του αλλά και από τη χώρα. Ο Κωνσταντίνος, αναγκάστηκε να δεχτεί τους όρους των Συμμάχων και έτσι, την 1η Ιουνίου 1917 –αφήνοντας το θρόνο στον γιο του, Αλέξανδρο– η βασιλική οικογένεια αναχώρησε από την Ελλάδα με τελικό προορισμό την Ελβετία
Το Σαιν Μόριτς την δεκαετία του ΄20.
Η Σοφία λόγω της καταγωγής της και της συγγένειας με τον αρχηγό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, Γουλιέλμο Β΄ της Γερμανίας, κατηγορήθηκε πολλές φορές ότι επηρέαζε τον Βασιλιά στη διαμόρφωση της πολιτικής του, και ιδιαίτερα στην φιλογερμανική στάση του. Αν και οι κατηγορίες δεν επισημοποιήθηκαν ποτέ, και παρέμειναν στο πλαίσιο των φημών, ωστόσο αποτελούν την κυρίαρχη ιστορική άποψη.
Οι άνθρωποι που με κατηγορούν –είπε– δεν έχουν ούτε την ψυχραιμία ούτε τη λογική να εννοήσουν ότι αν η Γερμανία είναι ιδική μου μητέρα, η Ελλάς είναι η μητέρα του Συζύγου μου και των παιδιών μου.
Στις 30 Μαΐου 1917 κατέπλευσε στον Πειραιά το γαλλικό πολεμικό Bruix, φέρνοντας σε μια Αθήνα γεμάτη συμμαχικά στρατεύματα, τον Ύπατο Αρμοστή της Αντάντ στην Ελλάδα, Σαρλ Ζοννάρ, για να οργανώσει και να επιβλέψει την αναχώρηση της βασιλικής οικογένειας. Με τη διάδοση της είδησης ότι ο Βασιλιάς φεύγει, η Αθήνα και κυρίως οι δρόμοι γύρω από τα Ανάκτορα, πλημμύρισαν με κόσμο που ήταν αντίθετος με αυτήν την εξέλιξη. Την επόμενη ημέρα, 31 Μαΐου, στις 13:00 το μεσημέρι ο Αλέξανδρος ορκίστηκε νέος βασιλιάς και η υπόλοιπη βασιλική οικογένεια ετοιμάστηκε για αναχώρηση, αν και το συγκεντρωμένο πλήθος αρνιόταν να ανοίξει την δίοδο για την έξοδο. Τελικά, στις 17:30 ξεγελώντας τον κόσμο, υποδεικνύοντας άλλη έξοδο από αυτήν που βγήκε το βασιλικό αυτοκίνητο, ο Κωνσταντίνος εγκατέλειψε τα Ανάκτορα με προορισμό το Τατόι. Από εκεί, την 1η Ιουνίου 1917, η βασιλική οικογένεια μεταβαίνει στον Ωρωπό, επιβιβάζεται στο πολεμικό «Σφακτηρία» και εγκαταλείπει το ελληνικό έδαφος.
Από την Ιταλία, πρώτο σταθμό του ταξιδιού τους, αναχώρησαν σιδηροδρομικώς για την Ελβετία, όπου έφτασαν στις 4 Ιουνίου, μένοντας μερικές μέρες στο Λουγκάνο, όπου τους έγινε επίσημη υποδοχή από τις αρχές της πόλης. Στις 17 Ιουνίου εγκαταστάθηκαν οριστικώς στο Σανκτ Μόριτς.
Η Σοφία θα περάσει άσχημες μέρες στην Ελβετία, καθώς η συνεχιζόμενη ασθένεια του συζύγου της φθείρει ολοένα την υγεία του. Η υγεία του βασιλιά Κωνσταντίνου, που είχε επιδεινωθεί δραματικά από την πλευρίτιδα την οποία με δυσκολία ξεπέρασε την άνοιξη του 1915 και οι επιπλοκές που αυτή δημιούργησε, κυρίως λοίμωξη από στρεπτόκοκκο και δημιουργία συριγγίων, επηρέασε την απόφασή του στην επιλογή της Ελβετίας, αφού εκεί ήλπιζε σε μια ολοκληρωμένη θεραπευτική προσέγγιση. Με την άφιξή του στο Σανκτ Μόριτς εισάγεται σε σανατόριο για ηλιοθεραπεία και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους (1917) διαγιγνώσκεται με αρτηριοσκληρωτικής φύσεως καρδιοπάθεια, αγγειοπάθεια, αρτηριακή υπέρταση, η οποία αποδόθηκε κυρίως στο κάπνισμα και τη χρήση οινοπνευματωδών, και χρόνια βρογχίτιδα, ενώ και ο ξαφνικός θάνατος του γιου της την συγκλόνισε βαθύτατα και την βύθισε σε πένθος που την συνόδευσε μέχρι το τέλος της ζωής της.
Στο γραφείο του Βασιλιά (Φεβρουάριος 1921).
Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, η Σοφία θα μαυροφορεθεί για το υπόλοιπο της ζωής της.
Ειδικότερα όσον αφορά την ασθένεια και τον θάνατο του Αλέξανδρου, ήρθε πολλές φορές σε επαφή με τις Αρχές στην Ελλάδα προκειμένου να εξασφαλίσει, τουλάχιστον για τον εαυτό της, την άδεια ολιγοήμερης παραμονής της στη χώρα, αλλά οι βενιζελικές Αρχές φοβούμενες διαδηλώσεις υπέρ της βασιλείας αρνήθηκαν κατηγορηματικά. Μόνο η βασιλομήτωρ Όλγα κατάφερε να έρθει, αλλά όχι τόσο νωρίς όσο θα ήθελε, αφού έφτασε 12 ώρες μετά τον θάνατο του εγγονού της.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%BB%CE%B9%CF%83%CF%83%CE%B1_%CE%A3%CE%BF%CF%86%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1%CF%82
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου