7 Ιουνίου 1952. Φτάσαμε Κωνσταντινούπολη απόγευμα της Κυριακής. Το πρωί είχαμε μπει στα Δαρδανέλλια μετά την πρωινή λειτουργία στο παρεκκλήσιο του πλοίου όπου είχε λειτουργήσει ο Αρχιμανδρίτης (τότε) Επιφάνιος Καλαφάτης (μετέπειτα Μητροπολίτης Παροναξίας) παρουσία των Βασιλέων.
Ένας εκπληκτικός ήλιος σκόρπαγε τα στερνά του χαμόγελα σε έναν απέραντο ορίζοντα γεμάτο πρωτόφαντα χρώματα. Ο Βασιλεύς στην Γέφυρα του ΕΛΛΗ δίπλα στον Κυβερνήτη Πλοίαρχο Αυγέρη, παρακολουθεί τις μανούβρες προσέγγισης προς το σημείο που θα αγκυροβολούσαμε. Πιο πίσω εγώ σε στάση αναμονής. Καθώς πλησιάζουμε όλο και περισσότερο, βρίσκω ένα ζευγάρι κυάλια και κοιτώ τον ορίζοντα. Να δω τον τρούλο της πιο θρυλικής Εκκλησιάς του Χριστιανικού κόσμου. Μάτια διψασμένα για το όνειρο! Και επιτέλους τον βλέπω! Μοιάζει ολόχρυσος στο φως του ήλιου, μα ξαφνικά τα μάτια θαμπώνουν και δεν βλέπω σχεδόν τίποτα. «Κάτι έχουν τα κυάλια» σκέφτομαι. Μα δεν φταίνε βεβαίως τα κυάλια. Είναι μια χαρά….
Ο Βασιλεύς κατεβαίνει γιατί πρέπει να αλλάξει ρούχα. Να βάλλει την επίσημη στολή του Ναυτικού με τα παράσημα και το σπαθί. Τον ακολουθώ πειθήνια μέχρι το διαμέρισμα του Ναυάρχου. Περιμένω στητός απ’ έξω, σαν ακοίμητος φρουρός. Μπορεί να τον ακούσω να με φωνάζει και πρέπει αμέσως να απαντήσω «διατάξτε». Όταν βγαίνει ντυμένος επίσημα, τον καμαρώνω κρυφά μέσα μου. Είναι πολύ υψηλός -γίγαντας μου φαίνεται- και ανεβαίνει αμέσως στο κατάστρωμα, λες και δεν θέλει να χάσει την εικόνα του Βοσπόρου που όλο και πλησιάζει. Ήδη βρίσκονται όλοι οι Ανώτατοι Αξιωματικοί με τις επίσημες στολές τους, οι Διπλωμάτες με τα στήθη γεμάτα παράσημα, έξω από το καρρέ (σαλόνι) του Ναυάρχου. Δεν ξέρω ακόμη ότι κανείς δεν συνοδεύει τον βασιλέα αν δεν προσκληθεί από τον ίδιο! Ο μόνος που έχει αυτό το προνόμιο, είμαι εγώ! Η αφεντιά μου! Τον ακολουθώ στον αργό βηματισμό του προς την πρύμνη. Με το αριστερό χέρι κρατά το μεγάλο σπαθί του Ναυτικού. Το ΕΛΛΗ όλο και πιο αργά φτάνει προς το αγκυροβόλιο του. Και όσο πλησιάζουμε, τόσο και γύρω του πληθαίνουν οι ατμάκατες, τα καΐκια, τα ιστιοφόρα κάθε είδους και μεγέθους με αμέτρητους επιβάτες επάνω που κρατούν σημαίες ελληνικές και τουρκικές.
Και μόλις ακούγεται το τράνταγμα από το σύνθημα… «πόντισον» η μεγάλη άγκυρα πέφτει στα νερά του Βοσπόρου, ακριβώς απέναντι από την Αγιά-Σοφιά. Ο Μέγας σημαιοστολισμός υψώνεται σε όλο το μήκος του πλοίου.
Και τότε όλα αυτά τα αμέτρητα σκάφη πλησιάζουν ακόμα πιο πολύ, σχεδόν ακουμπούν τις πλευρές του πλοίου. Βεβαίως αναγνωρίζουν τον Βασιλέα. Σίγουρα η Πόλη δεν είχε ακούσει τέτοιες ιαχές για Έλληνα Μονάρχη, από την είσοδο του προτελευταίου Παλαιολόγου του Ιωάννη σαν μπήκε από την Χρυσή Πύλη για την στέψη του. Ο Παύλος, χαμογελαστός και μέγιστα ικανοποιημένος από την υποδοχή που του κάνει όλο αυτό το πλήθος, περπατά αργά γύρω γύρω όλη την τεράστια πρύμνη του πλοίου και χαιρετά ευπροσήγορα τον κόσμο. Και μετά από λίγο από την είσοδο του καρρέ του Ναυάρχου βγαίνει η Βασίλισσα. Απ’ εκεί που βρίσκομαι το καταλαβαίνω γιατί βλέπω όλους τους Αξιωματικούς να χαιρετούν άψογα σε στάση προσοχής. Μένω όμως ενεός από θαυμασμό. Φορά ένα λευκό ελαφρύ μαντώ και από μέσα διακρίνεται ένα κατακόκκινο φόρεμα. Στα μαλλιά της φορά επίσης ένα λευκό καπέλο με λευκά και κόκκινα τριαντάφυλλα! Τα χρώματα της Τουρκίας. Πλησιάζει με νεανικό βήμα τον Βασιλέα. Τα πλήθη την αναγνωρίζουν και τότε γίνεται… χαμός! Πολλοί πέφτουν στην θάλασσα από τον ενθουσιασμό τους, οι φωνές και τα ουρλιαχτά ελλήνων και τούρκων φτάνουν στα ουράνια. Το Βασιλικό ζεύγος, κάνει τον γύρο της πρύμνης ώστε να τους δουν όλοι όσοι έχουν καταφθάσει με κάθε πλεούμενο και κοντεύουν να κάνουν τον Βόσπορο… ξηρά! Παραλήρημα; Τρέλα; Ενθουσιασμός; Ότι και να πει κανείς, δεν μπορεί να το περιγράψει. Χρειάστηκε να έρθουν τέσσερα πλοιάρια του Τουρκικού Λιμενικού Σώματος να συνοδεύσουν τιμητικά αλλά και για λόγους ασφαλείας τους Βασιλείς στην αποβίβαση τους.
Ουφ! Ανακούφιση. Για μερικές ημέρες θα ηρεμήσω από την ένταση. Αμ δε…!
Όσες ημέρες μείναμε αγκυροβολημένοι στον Βόσπορο -οι Βασιλείς είχαν φύγει για την Άγκυρα- είχαμε «επίσκεψη πλοίου» όπου το κοινό μπορούσε να επιβιβαστεί στο ΕΛΛΗ και εμείς να τους ξεναγούμε. Δεν υπήρξε Έλληνας της πόλης που να μην ανέβηκε στο πλοίο με δάκρυα στα μάτια, να φιλάνε την σημαία της πρύμνης και τα… τεράστια κανόνια! Δεν έλειψαν και αμέτρητοι Τούρκοι που επίσης ανέβηκαν από περιέργεια ή… Οι περισσότεροι απ’ αυτούς μας ρωτούσαν σχεδόν δασκαλεμένοι και με μια περίεργη σκιά στα μάτια τους… «γιατί δεν ήρθε ο ΑΒΕΡΩΦ…;» «που είναι ο ΑΒΕΡΩΦ…;» Και εμείς απαντούσαμε στερεότυπα: «Είναι σε επισκευή και αλλαγή… κανονιών! Του βάζουμε μεγαλύτερα…!»
Σαράντα χρόνια και πλέον μετά τις ναυμαχίες της ΕΛΛΗΣ και της ΛΗΜΝΟΥ, η σκιά του υπερήφανου θωρηκτού και του τολμηρού ναυμάχου Κουντουριώτη, έριχνε ακόμα την σκιά φόβου στις ψυχές των Τούρκων. Μάθαμε ότι οι Τουρκάλες φοβέριζαν ακόμα τα παιδιά τους ότι «θα έρθει ο ΑΒΕΡΩΦ να τα πάρει… αν δεν κάτσουν φρόνιμα!» Ποιος από εμάς δεν γνώριζε με κάθε λεπτομέρεια τι είχε γίνει σε εκείνες τις δύο θρυλικές ναυμαχίες όπου ο ΑΒΕΡΩΦ μονάχος του τα έβαλε με ολόκληρο τον Τουρκικό στόλο και τους κυνήγησε μέχρι τα Δαρδανέλια! Μα δεν ήταν εκείνες οι ημέρες κατάλληλες για να αναμασάμε αυτές τις μνήμες. Η Ιστορία τις είχε καταγράψει στις χρυσές της σελίδες ανεξίτηλα.
Δεν θα καταγράψω τις αναμνήσεις από την πρώτη μου επίσκεψη στην πρώτη κιόλας «έξοδο» στην Αγιά-Σοφιά. Είναι στιγμές που χρειάζεται κανείς σελίδες και σελίδες για να τις περιγράψει. Και όσοι από εσάς έχετε επισκεφθεί την Πόλη και πήγατε για προσκύνημα στην Μεγάλη Εκκλησιά, ξέρετε τι εννοώ.
Όμως αν υπάρχει κάτι που αξίζει να καταχωρίσω, είναι το εξής.
Μετά την τριήμερη επίσκεψη των Βασιλέων στην Άγκυρα, επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκαν στα ανάκτορα του Ντολμά Μπαξέ στον Βόσπορο. Την επόμενη είχε προγραμματιστεί επίσκεψη της Βασίλισσας στην Αγιά Σοφιά μα όχι του Βασιλέως ο οποίος θα πήγαινε να επιθεωρήσει τον Ναύσταθμο της Πόλης! Περίεργο είπα μέσα μου. Έλλην Βασιλιάς και να μην επισκεφθεί την Αγία Σοφία;
Παρακάλεσα τον πατέρα Επιφάνιο να με πάρει μαζί του σ’ αυτή ειδικά την επίσκεψη. Στο κάτω κάτω ήμουν Αγγελιαφόρος Βασιλέως, άρα και της Βασίλισσας! Το επιχείρημα ήταν ακαταμάχητο. Στην προκαθορισμένη ώρα ήμασταν έξω από την Εκκλησία. Έφτασε η Βασίλισσα με μια κουστωδία από φρουρούς Ασφαλείας. Στην είσοδο την περίμεναν ο Νομάρχης και ο Δήμαρχος της Πόλης, μαζί και ένας Αμερικανός Καθηγητής αρχαιολογίας που θα την ξεναγούσε. Αφού ξεναγήθηκε στο εσωτερικό του ναού και θαύμασε ειλικρινά το μεγαλείο του Ιουστινιάνιου αυτού έργου, ανεβήκαμε στον γυναικωνίτη. Τότε ήταν κλειστός για το κοινό και κανείς επισκέπτης δεν ανέβαινε, διότι ένα Αμερικανικό Πανεπιστήμιο έκανε τις αποκαταστάσεις και αποκαλύψεις των περίφημων ψηφιδωτών. Ήμουν από τους λίγους πρώτους τυχερούς που αντίκρισαν αυτά τα υπέροχα μωσαϊκά, και πάνω απ’ όλα την Μεγάλη Δέηση, έργο θαυμαστής Τέχνης, ίσως το καλύτερο και ωραιότερο ψηφιδωτό που διασώζετε απ’ όλη την Βυζαντινή Τέχνη, μαζί με αυτά της Μονής της Χώρας. Ήμουν τόσο μαγεμένος, που κυριολεκτικά παραπατούσα και παραμιλούσα μέχρι να βγω από τον Ναό. Φαντάστηκα πολύ απλά τι θα έπρεπε να ήταν αυτή η Εκκλησιά στις ημέρες της δόξας του Βυζαντίου, τι θαυμαστά έργα Τέχνης θα υπήρχαν στο εσωτερικό της και πόσο δίκιο είχε ο Ιουστινιανός να φωνάξει εκείνο το «Σε νίκησα Σολομώντα!»
Την επομένη -ήταν Κυριακή- είχαμε πανηγυρική αρχιερατική λειτουργία στο Πατριαρχείο, όπου θα λειτουργούσε βεβαίως ο Πατριάρχης. Όλοι οι επίσημοι βεβαίως με τις μεγάλες στολές τους ήταν καλεσμένοι και μόνο μια μικρή αντιπροσωπεία από εμάς θα είχε την τιμή να παραβρεθεί, λόγω της στενότητας του χώρου του ναού του Αγίου Γεωργίου. Ανάμεσα τους και η αφεντιά μου! Λείπει η αλεπού από το πανηγύρι…;
Η όλη τελετή ήταν μια πραγματική μυσταγωγία. Ακολουθήθηκε το Βυζαντινό τυπικό της υποδοχής των Βασιλέων, η είσοδος και η άνοδος των στους δύο θρόνους που είχαν στηθεί στο αριστερό μέρος απέναντι από τον Πατριαρχικό θρόνο όπως η παράδοση προέβλεπε από τα χρόνια του Βυζαντίου. Πίσω και πάνω από τους δύο θρόνους υπήρχε ένας βελούδινος πορφυρός «ουρανός» που τους σκέπαζε.
Ο Αθηναγόρας ήταν τόσο επιβλητικός μα και τόσο συγκινημένος όπως άλλωστε και όλο το εκκλησίασμα. Δεν ήταν και λίγο πράγμα να λειτουργεί στην Κωνσταντινούπολη ενώπιον των Ελλήνων Βασιλέων -έστω όχι στην Αγία Σοφία- αλλά δεν έπαυε να είναι μετά από 450 χρόνια η μοναδική λειτουργία με Έλληνες Μονάρχες στην σκλαβωμένη Πόλη! Η πιο συγκλονιστική στιγμή όμως ήταν μόλις άρχισε να ψέλνεται το Πολυχρόνιο.
Οι Βασιλείς όρθιοι σε στάση Προσοχής, σοβαροί και ολοφάνερα συγκινημένοι. Ο Αθηναγόρας βγήκε στην Ωραία Πύλη και γονάτισε. Τον ακολουθήσαμε όλοι και πρώτος ο Πατριάρχης άρχισε να ψέλνει το «Πολυχρόνιον ποίησε Κύριος ο Θεός. Τον ευσεβέστατον Βασιλέα Ημών, Παύλο. Συν τη ευσεβεστάτη Βασιλίσσι αυτού Φρειδερίκη… Κύριε φύλαττε Αυτούς, εις πολλά έτη, εις πολλά έτη…» Την ίδια στιγμή του Πολυχρονίου, πάνω από τα κεφάλια των βασιλέων ξεδιπλώθηκε μια σημαία με τον Δικέφαλο πάνω σε χρυσό φόντο! Δεν υπήρξαν μάτια που να μην δακρύσουν, δεν υπήρξαν κεφάλια που να μην τραντάχτηκαν από λυγμούς συγκίνησης και δέους, και πρώτο του Πατριάρχη…
Ακολούθησαν και άλλες τέτοιες στιγμές, αλλά ελάσσονος ίσως σημασίας. Θα κλείσω αυτή την αφήγηση με το τελευταίο συμβάν που έμεινε ανεξίτηλο στην μνήμη μου γιατί είχε την πολύ σημαδιακή σημασία του.
Τον ίδιο απόγευμα, οι Βασιλείς επιβιβάστηκαν στο ΕΛΛΗ και αποπλεύσαμε αμέσως για την επιστροφή στην Ελλάδα. Θα μας συνόδευαν και πάλι δύο Τουρκικά αντιτορπιλικά όπως και κατά την είσοδο μας πριν μια εβδομάδα στα Δαρδανέλια.
Στο καρρέ του Ναυάρχου μαζεύτηκαν οι Βασιλείς και όλοι οι επίσημοι και συζητούσαν τις εντυπώσεις τους από την επίσκεψη αυτή. Στην μία άκρη του καρρέ καθόταν ο Βασιλεύς και πίσω όρθιοι οι Αυλικοί, απέναντι του η Βασίλισσα με τις Κυρίες των Τιμών δίπλα της. Ανάμεσα τους υπήρχε η είσοδος του καρρέ και εγώ στημένος σε στάση προσοχής, ανέκφραστος όπως έπρεπε -σαν να μην έβλεπα να μην άκουγα τίποτα- έτοιμος να υπακούσω στην όποια εντολή.
Κάποια στιγμή ο Μέγας Αυλάρχης κ. Λεβίδης είπε στον Βασιλέα.
«Μεγαλειότατε, ήταν κρίμα που δεν επισκεφθήκατε την Αγία Σοφία μαζί με την Μεγαλειοτάτη… Θα ήταν κάτι θαυμαστόν δια τον Ελληνισμόν ουχί μόνον της Κωνσταντινουπόλεως αλλά τον απανταχού γης…»
Έπεσε για λίγο νεκρική σιγή. Οι αισθήσεις και τα αφτιά μου τεντώθηκαν σαν να επρόκειτο να κάνω το σάλτο μορτάλε! Ο Βασιλεύς έμοιαζε να κοιτά κάπου μακρυά. Μετά ακούστηκε η βαρειά μπάσα φωνή του να λέει αργά.
«Κύριε Λεβίδη… Ουδείς Έλλην Βασιλεύς έχει το δικαίωμα να εισέρχεται εις την Αγίαν του Θεού Σοφίαν ως επισκέπτης… Ο Έλλην Βασιλεύς που θα εισέλθει ποτέ ξανά, θα εισέλθει ως Βασιλεύς της Πόλης δια να προεξάρχει -ως η παράδοσις λέγει- της Θείας Λειτουργίας ψέλνοντας ο ίδιος το Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…»
Κανένας δεν μίλησε. Μα από τα μάτια μου τινάχτηκαν κυριολεκτικά δύο πύρινα δάκρυα, που νόμιζα ότι θα έσκαγαν στον φορτισμένο αέρα σαν μικρές βόμβες. Έμεινα με δυσκολία σε στάση Προσοχής. Και τότε ακούστηκε και πάλι ο Βασιλεύς.
«Μικρέ… κατάπιε τα!» Με κοίταζε με ένταση, με είχε δει και τον είχα δει αφού ήμουν απέναντί του, μα η φωνή του δεν ήταν διαταγή, αλλά μια στοργική παραίνεση ενός πατέρα προς το… παιδί του.
Aυτό το «Ουδείς Έλλην Βασιλεύς…» χαράχτηκε με πύρινα γράμματα στην καρδιά μου από τότε και είναι η πρώτη φορά που την διατυπώνω πάνω σε χαρτί.
Υπέροχο κείμενο..!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή