Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΟΥΔΕΜΙΑ ΑΝΑΜΕΙΞΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ. Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕ ΤΙΣ ΥΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΣΤΟΝ ΔΙΚΤΑΤΟΡΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ ΕΤΟΙΜΑΖΕ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ.
2 ώρ. ·
ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ.
ΨΗΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΝΕΩΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ.
Την 30η Νοεμβρίου του 1963 ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπος Μακάριος υπέβαλε στον Αντιπρόεδρο Τουρκοκύπριο
Φαζίλ Κιουτσούκ, με κοινοποίηση στις τρεις[3] εγγυήτριες δυνάμεις, Βρετανία, Ελλάδα και Τουρκία, δέκα τρεις [13] προτάσεις
για τροποποίηση ορισμένων διατάξεων του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τη 16η Δεκεμβρίου 1963 η Τουρκία απέρριψε
τις προτάσεις και αμέσως την ακολούθησε και η Τουρκοκυπριακή ηγεσία. Ακολούθησαν απειλές για στρατιωτική επέμβαση της
Τουρκίας στην Κύπρο, πρόκληση από μέρους των Τουρκοκυπρίων συγκρούσεων με τα όργανα της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατάληψη
τμήματος της Λευκωσίας και ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ οπλισμένων ομάδων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Η πολιτική κρίση
συνεχίσθηκε και με άλλες πολιτικές και στρατιωτικές ενέργειες των Τουρκοκυπρίων, ενώ στους πρώτους μήνες του 1964 ολοένα
εντείνονταν οι απειλές για επικείμενη Τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η τότε κυβέρνηση του
Γεωργίου Παπανδρέου αποφάσισε την αποστολή και εγκατάσταση στην Κύπρο μιας Μεραρχίας, πλήρους σύνθεσης και δύναμης 8.500
Αξιωματικών και Οπλιτών, εξοπλισμένης με άρματα και Πυροβολικό.
Η Μεραρχία μεταφέρθηκε σταδιακά στην Κύπρο από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο του 1964 και είχε ως αποστολή την ενίσχυση
και την εξασφάλιση της άμυνας της Κύπρου από τους σαφείς κινδύνους, που απειλούσαν την ίδια την ύπαρξή της. Η πρόσθετη
αυτή δύναμη σε συνδυασμό και με τα μόνιμα έργα, όπως πυροβολεία, πολυβολεία, ορύγματα κ.α, τα οποία την ίδια περίοδο είχαν
κατασκευασθεί, ιδίως στις ακτές της Κυρήνειας, Μόρφου, Αμμοχώστου κ.α., ενίσχυε σημαντικά τις αμυντικές δυνατότητες της
Κύπρου και αποτελούσε σοβαρή εγγύηση όχι μόνο για την αποτελεσματική απόκρουση ενδεχόμενης Τουρκικής αποβατικής ενέργειας,
αλλά και για την αποτροπή κάθε σκέψης για εισβολή-απόβαση στο νησί.
Κατά τα επόμενα χρόνια η πολιτική κατάσταση στην Κύπρο μέχρι το 1967 διακρινόταν από εντάσεις και υφέσεις. Η διάσκεψη
των αντιπροσωπειών της Ελλάδας και της Τουρκίας στην Κεσσάνη στις 9 Σεπτεμβρίου 1967 και την επομένη στην Αλεξανδρούπολη
σε επίπεδο Πρωθυπουργών, που συνοδεύονταν και από Υπουργούς, απέτυχε παταγωδώς, λόγω της ελλειπέστατης προετοιμασίας και
των αντιδράσεων της Άγκυρας για κάθε συζήτηση ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, έναντι εδαφικών ανταλλαγμάτων. Η Κυπριακή
Κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει την περίοδο εκείνη το χρονίζον θέμα της απαγόρευσης από τους Τουρκοκυπρίους των κινήσεων
των αστυνομικών περιπόλων στα χωριά Αγιος Θεόδωρος και Κοφίνου, από τα οποία το πρώτο κατοικείτο από Ελληνοκυπρίους και
Τουρκοκυπρίους και το δεύτερο μόνο από Τουρκοκυπρίους. Υπήρχαν όμως διαφωνίες ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης, εάν δηλαδή
θα επενέβαιναν μόνο ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις ή θα ενισχύονταν και με δυνάμεις της Εθνοφρουράς. Η Ειρηνευτική Δύναμη
και τα Ηνωμένα Έθνη, παρά τις εκκλήσεις της Κυπριακής Κυβέρνησης ανέβαλαν συνεχώς την ημερομηνία επέμβασης στα χωριά,
παρότι αναγνώριζαν ότι κακώς οι Τουρκοκύπριοι παρεμπόδιζαν τη δίοδο των αστυνομικών περιπόλων.
Την 31η Οκτωβρίου 1967 σε συμβούλιο, στο οποίο συμμετέσχε η πολιτική και η στρατιωτική ηγεσία της Κύπρου, αποφασίσθηκε η
επέμβαση της Αστυνομίας, ενισχυμένης με δυνάμεις της Εθνοφρουράς. Σε εκτέλεση της απόφασης τις 14 και 15 Νοεμβρίου 1967 με
επέμβαση της Αστυνομίας, που είχε ενισχυθεί με δυνάμεις της Εθνοφρουράς, διεξήχθησαν επιχειρήσεις με ανθρώπινα θύματα σε
Τουρκοκυπρίους και σοβαρές υλικές ζημιές στις περιουσίες των. Για τα τραγικά γεγονότα του Αγίου Θεοδώρου και της Κοφίνου ο
αείμνηστος Γλαύκος Κληρίδης, πρώην Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, μεταξύ των άλλων έγραψε: <<...Από Ελληνοκυπριακής
απόψεως η ενέργεια αυτή ήταν επιθυμητή...Από Τουρκοκυπριακής πλευράς ήταν ένα ζωτικής σημασίας τέστ...Δυστυχώς σ΄αυτό το
σημείο διαπράξαμε λάθη. Όχι μόνο δεν κρατηθήκαμε έξω από την Κοφίνου, αλλά παρουσιάσαμε την επιχείρηση σαν μια μεγάλη
νίκη, αντί για ένα ασήμαντο περιστατικό, στο οποίο ενεπλάκησαν αστυνομικές περίπολοι...Ο τύπος δημοσίευσε περιγραφές μιας
μεγάλης μάχης >>.
Το απόγευμα της 17ης Νοεμβρίου 1967 συνήλθε η Τουρκική Εθνοσυνέλευση σε έκτακτη συνεδρίαση και εξουσιοδότησε την
Κυβέρνηση να στείλει ένοπλες δυνάμεις και έξω από τα σύνορα της χώρας. Αργότερα την ίδια ημέρα ο Τούρκος Υπουργός
Εξωτερικών Τσαγλαγιαγκίλ επέδωσε στον Έλληνα πρέσβη αυστηρή διακοίνωση της Τουρκικής Κυβέρνησης, ένα τελεσίγραφο. Μεταξύ
των όρων της διακοίνωσης περιλαμβάνονταν απόδοση τιμών στην Τουρκική σημαία, αποζημιώσεις των παθόντων, απομάκρυνση του
Έλληνα Στρατηγού Γρίβα, Αρχηγού της Ανωτέρας Στρατιωτικής Διοίκησης Άμυνας Κύπρου, αποκατάσταση των ζημιών στα χωριά,
αποχώρηση όλων των Ελληνικών στρατευμάτων και του οπλισμού των από την Κύπρο εντός 15 ημερών και διάλυση της Κυπριακής
Εθνοφρουράς. Παράλληλα άρχισε η προετοιμασία του Τουρκικού λαού με θορυβώδεις διαδηλώσεις, ανθελληνικές εκδηλώσεις και
λαϊκές συγκεντρώσεις, η εκτόξευση απειλών κατά της Ελλάδας και της Κύπρου και γενικά δίδονταν η εντύπωση ότι επίκειται
εισβολή Τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο. Οι απειλές και οι εκβιασμοί απέβλεπαν στον εκφοβισμό και στον επηρεασμό της
Ελληνικής Κυβέρνησης να αποσύρει την Μεραρχία από την Κύπρο. Δεν υπήρχε περίπτωση να πραγματοποιηθούν γιατί:
1. Στην Κύπρο, παρά την έλλειψη αεροπορικής και ναυτικής υποστήριξης, η Μεραρχία και η Εθνοφρουρά είχαν τη δυνατότητα
αποτελεσματικής αντιμετώπισης μιας αποβατικής επιχείρησης των Τούρκων. Αυτό περίτρανα επιβεβαιώθηκε και από τα γεγονότα
κατά την αποβατική επιχείρηση, μάλλον αποβίβαση, των Τουρκικών στρατευμάτων στις 20 Ιουλίου 1974 κατά της Κύπρου, στην
οποία, παρά την απουσία της Μεραρχίας και τα προβλήματα της Εθνοφρουράς, λόγω του εγκληματικού πραξικοπήματος κατά του
Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, διαπιστώθηκαν τις πρώτες ημέρες σημαντικές αδυναμίες και σοβαροί κίνδυνοι επιτυχίας, που είχαν
σοβαρά ανησυχήσει και προβληματίσει την στρατιωτική ηγεσία της Τουρκίας, ιδίως την νύκτα της 20ης προς 21η Ιουλίου.
2.Στην περιοχή του Έβρου μία Ταξιαρχία στο τρίγωνο του Καραγάτς είχε περιορισμένες επιθετικές δυνατότητες. Εκτός αυτού
είχαν προωθηθεί στην περιοχή του Έβρου Μονάδες του Ελληνικού Στρατού, είχε οργανωθεί η περιοχή και είχαν στρωθεί
ναρκοπέδια, ενώ ο πλημμυρισμένος Έβρος [μήνας Νοέμβριος] και η βατότητα του εδάφους απέκλειαν κάθε σοβαρή Τουρκική
επιθετική ενέργεια.
3. Στα νησιά του Αιγαίου-Δωδεκάνησα δεν υπήρχε δυνατότητα αποβατικής ενέργειας, γιατί τα διατιθέμενα αποβατικά πλοία
της Τουρκίας για την μεταφορά δύο[2] μόνο Ταγμάτων είχαν συγκεντρωθεί στο λιμάνι της Μερσίνας για την απειλούμενη
αποβατική επιχείρηση κατά της Κύπρου.
Από της 18ης Νοεμβρίου είχε αρχίσει ένας μαραθώνιος διαβουλεύσεων, επαφών, συσκέψεων και συνομιλιών μεταξύ των
Κυβερνήσεων Ελλάδας, Κύπρου και Τουρκίας με πρέσβεις των ΗΠΑ, Βρετανίας και Καναδά, προκειμένου να αποτραπεί κάθε πολεμική
ενέργεια και να επιλυθεί η κρίση. Την 20η Νοεμβρίου ωρκίσθηκε Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας ο Παναγιώτης Πιπινέλης με
αποστολή την αποσόβηση μιας πιθανής πολεμικής σύρραξης και την επίλυση της κρίσης. Αλλά και ο Γενικός Γραμματέας των
Ηνωμένων Εθνών Ου Θάντ προέβαινε σε εκκλήσεις προς την Κύπρο, Ελλάδα και Τουρκία να αποφύγουν κάθε πολεμική ενέργεια, ενώ
την 24η Νοεμβρίου πρότεινε την σταδιακή αποχώρηση όλων των μη Κυπριακών στρατιωτικών δυνάμεων από την Κύπρο, εκτός από την
Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΗΕ. Την 23η Νοεμβρίου αφίχθηκε στην Άγκυρα ο ειδικός απεσταλμένος του Αμερικανού Προέδρου Λίντον
Τζόνσον ο Σάιρους Βάνς και αμέσως άρχισε επαφές με κυβερνητικούς παράγοντες στην Άγκυρα, στην Αθήνα και στην Λευκωσία,
υποβάλλοντας διάφορα σχέδια, προκειμένου να αποφευχθεί εισβολή Τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο. Σε ανάλογες επισκέψεις
και επαφές με αξιωματούχους στην Αθήνα και στην Άγκυρα προέβηκε και ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Μπρόζιο, προκειμένου να
αποφευχθεί μία πολεμική σύρραξη μεταξύ των δύο συμμάχων κρατών του ΝΑΤΟ, της Ελλάδας και της Τουρκίας, με δυσάρεστες
συνέπειες στην Νοτιοανατολική πτέρυγά του.
Την 26η Νοεμβρίου, κάτω από την εκβιαστική πολιτική της Τουρκίας, ο Βάνς υπέβαλε στην Ελληνική Κυβέρνηση σχέδιο, που
περιλάμβανε τις ακόλουθες παραγράφους:
1. Έκκληση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, με την οποία θα ζητά:
α. Οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας να επιβεβαιώσουν την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της
Κύπρου.
β. Οι δύο κυβερνήσεις να λάβουν μέτρα, ώστε να αποκλείουν κάθε απειλή πολέμου και προς τούτο να απομακρυνθούν αμέσως
οι Ελληνικές και οι Τουρκικές δυνάμεις, που σταθμεύουν στην Κύπρο, πέραν εκείνων που υπήρχαν το 1963.
2. Οι κυβερνήσεις να δηλώσουν ότι είναι έτοιμες να συμμορφωθούν προς την έκκληση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ.
3. Άμεση αποχώρηση των Ελληνικών Δυνάμεων από την Κύπρο. Η Τουρκική Κυβέρνηση να λάβει όλα τα μέτρα για να λήξει η
κρίση.
4. Οι τρεις[3] χώρες να ζητήσουν από το Συμβούλιο Ασφαλείας την επαύξηση των εξουσιών της Ειρηνευτικής Δύναμης για την
ασφάλεια και τον αφοπλισμό.
Μετά από συσκέψεις των μελών της Ελληνικής Κυβέρνησης έγιναν δεκτοί την 29η Νοεμβρίου 1967 οι όροι, μεταξύ των οποίων η
αποχώρηση του προσωπικού της Μεραρχίας εντός δέκα πέντε[15] ημερών και η μεταφορά του οπλισμού, πυρομαχικών και λοιπών
υλικών εντός σαράντα πέντε[45] ημερών. Δυστυχώς το στρατιωτικό καθεστώς υπέκυψε στους εκβιασμούς και στις απειλές της
Τουρκίας και αποδέχθηκε την ανάκληση της Μεραρχίας, με τη δικαιολογία ότι η στάθμευσή της στην Κύπρο παραβίαζε τους όρους
των Συνθηκών Ζυρίχης και Λονδίνου και γιατί έπρεπε να δοθεί βαρύτητα στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, που θα την
απέτρεπε μία πολεμική σύρραξη. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος δεν έφερε καμιά αντίρρηση για την απομάκρυνση της Μεραρχίας, γιατί
αυτό το θέμα αφορούσε την Ελλάδα. Αντιτάχθηκε στη διάλυση της Εθνοφρουράς, δηλώνοντας ότι θα συμφωνούσε, εάν
απομακρύνονταν η ΕΛΔΥΚ και η ΤΟΥΡΔΥΚ, δηλαδή υιοθετούσε την λύση της πλήρους αποστρατικοποίησης της νήσου. Η αποχώρηση του
προσωπικού των Μονάδων της Μεραρχίας άρχισε την 7η Δεκεμβρίου 1967 και η αποβίβαση του προσωπικού γίνονταν σε
απομακρυσμένα λιμάνια της χώρας για να μην γίνει αντιληπτή από τον λαό και αντιδράσει. Εντός του Ιανουαρίου 1968
περατώθηκε και η μεταφορά του οπλισμού, των πυρομαχικών και των λοιπών υλικών.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ.
Για την αποχώρηση της Μεραρχίας από την Κύπρο στο πόρισμα της Βουλής των Ελλήνων, για τον Φάκελο της Κύπρου,
αναγράφονται τα ακόλουθα από το ομόφωνο συμπέρασμα:
<< 1. Θεωρούμε αναμφισβήτητο ότι με την ανάκληση της Μεραρχίας από την σύμμαχη χώρα της Κυπριακής Δημοκρατίας
αποδυναμώθηκαν οι αμυντικές της δυνατότητες...εάν δεν μεσολαβούσε η εθνικά απαράδεκτη πράξη, δεν θα αποτολμούσε η Τουρκία
την εισβολή, που επιχείρησε στις 20 Ιουλίου 1974 και αν το αποτολμούσε θα πλήρωνε πολύ ακριβά ένα τέτοιο τόλμημά της.
2. Οι τότε κρατούντες του δικτατορικού καθεστώτος τελούσαν σε πλήρη και σαφή γνώση του γεγονότος, ότι η αποχώρηση
της Μεραρχίας μας από την Κύπρο θα είχε ως άμεση συνέπεια τα καταστροφικά αποτελέσματα:
α. Την αποδυνάμωση των αμυντικών δυνατοτήτων της Κύπρου.
β. Την ενίσχυση των επιδιώξεων των Τούρκων και των Τουρκοκυπρίων.
3. Ο ισχυρισμός ότι η ανάκληση της Μεραρχίας έγινε, διότι η Τουρκία απειλούσε να κηρύξει πόλεμο κατά της χώρας μας
δεν οδηγεί βέβαια σε κάποιου είδους δικαίωση του μέτρου της ανάκλησης της Μεραρχίας...
4. Το αναμφισβήτητο γεγονός ότι υπήρξε πίεση από τις ΗΠΑ...φορτική έντονη σύσταση του Αμερικανού απεσταλμένου
Σάιρους Βάνς δεν αίρει το χαρακτήρα της πράξης αυτής ως εθνικά απαράδεκτης..>>
ΠΗΓΕΣ:
1. Κύπρος η αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας την 29η Νοεμβρίου 1967 του Στρατηγού Πανουργιά Πανουργιά.
2. Πόρισμα Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων για την υπόθεση της Κύπρου.
Αντιστράτηγος ε.α. Κωνσταντίνος Πατιαλιάκας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου