«…Όταν έχεις βρεθεί στο επίκεντρο της ιστορίας ενός λαού και μιας εποχής, είναι ευθύνη, όταν έχει πλέον φτάσει η ώρα να μιλήσεις…» γράφει ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος στον πρόλογο του πρώτου τόμου της πολυαναμενόμενης αυτοβιογραφίας Του, που κυκλοφόρησε την Κυριακή με το «Βήμα της Κυριακής». Είναι η πρώτη φορά στην νεότερη Ελληνική Ιστορία, που ένας βασιλιάς αποκαλύπτει την οπτική γωνία από την οποία οι Έλληνες βασιλείς είδαν και βίωσαν την Ιστορία αυτού του τόπου. Μας αφηγείται γνωστές και άγνωστες πτυχές της ιστορίας μας με την αυθεντικότητα και τιμιότητα του λόγου Του.
Επιμέλεια: Ανδρέας Μέγκος
Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος δε μιλά ωστόσο μόνο για τη μεγάλη αλλά και για τη μικρή ιστορία, με διηγήσεις για σημαντικά ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα να μπλέκονται με χαριτωμένες οικογενειακές αναμνήσεις από την εποχή των Αναβρύτων, της γνωριμίας του με την Άννα-Μαρία και συναντήσεις με προσωπικότητες όπως η Τζάκι Κένεντι. Ο Κωνσταντίνος ξεκινά τη διήγηση του με την άφιξη του προπάππου του, βασιλιά Γεωργίου Α′, στην Αθήνα, αναφέροντας πολλές ανέκδοτες ιστορίες για τον ίδιο αλλά και τους απογόνους του, που τον διαδέχθηκαν στο θρόνο.
Την περίοδο της δημιουργίας των συμμαχιών ο Κάιζερ έγραψε στον παππού μου: «Πρέπει στον πόλεμο να είσαι στο πλευρό μου. Αν δεν το κάνεις, θα σε καθαιρέσω από επίτιμο στρατάρχη του Αυτοκρατορικού Γερμανικού Στρατού και θα σου αφαιρέσω τη ράβδο του Στρατάρχη!». Η απάντηση του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α′ ήταν σαφής και περιεκτική και θα την παραθέσω όπως ακριβώς τη διετύπωσε στα αγγλικά: ″Υοu can stuff it up your ass!″. Η απάντηση αυτή εξέφραζε την πλήρη αδιαφορία του Κωνσταντίνου για τις διαθέσεις και τις ″ράβδους″ του κουνιάδου του, Κάιζερ, καθώς η μόνη ράβδος που μετρούσε αληθινά για τον Κωνσταντίνο ήταν εκείνη που ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Ελ. Βενιζέλος του είχε απονείμει…»
Οι πρώτες αναμνήσεις του Κωνσταντίνου είναι από την Αλεξάνδρεια όπου κατέφυγε η οικογένειά του μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα. «Θυμάμαι πολύ έντονα ένα περιστατικό από την Αλεξάνδρεια. Κάποια στιγμή ένιωσα πάρα πολύ δυνατούς πόνους στην κοιλιά, σφάδαζα. Ο γιατρός όμως που ήρθε στο σπίτι και με εξέτασε είπε ότι δεν έχω τίποτε και ότι απλώς χρειαζόμουν λίγη ξεκούραση. Αυτό που δε γνώριζαν όμως οι γονείς μου ήταν ότι ο γιατρός ήταν σφόδρα αντιβασιλικός. Όπως απεδείχθη, παρουσίαζα εμφανέστατα συμπτώματα σκωληκοειδίτιδας, τα οποία ο γιατρός δεν ανέφερε στους γονείς μου, θέλοντας προφανώς να με αφήσει να πεθάνω. Σήμερα αυτό ακούγεται αδιανόητο, αλλά εκείνα τα χρόνια, που άρχιζαν αν φουντώνουν τα τρομερά αδελφοκτόνα πάθη, κάθε άλλο παρά αδιανόητο ήταν».
«Με τους συμμαθητές μου στα Ανάβρυτα δημιουργήσαμε ισχυρότατους φιλικούς δεσμούς που η ιδιότητα μου ως διαδόχου και αργότερα ως βασιλέως δεν τους επηρέασε. Οι σχέσεις μας δεν άλλαξαν στο παραμικρό ούτε μετά την άνοδό μου στο θρόνο. Για να συμβεί αυτό όμως είχε πρώτα μεριμνήσει ο πατέρας μου.
Από την πρώτη μέρα που πήγα στα Ανάβρυτα φρόντισε να γίνει σε όλους -και στους συμμαθητές μου και σε εμένα- κατανοητό ότι θα πρέπει να μου μιλάνε στον πληθυντικό και να με προσφωνούν υψηλότατο. Αυτό το έκανε όχι γιατί πίστευε ότι υπήρχε πραγματική ανάγκη να με φωνάζουν υψηλότατο, τη στιγμή μάλιστα που εξέφρασα την έντονη δυσαρέσκειά μου, αλλά γιατί, χωρίς αυτό, όταν αργότερα θα γινόμουν βασιλεύς, θα ήταν πολύ δύσκολο και σ” αυτούς και σε μένα να αρχίσουν ξαφνικά να μου μιλούν στον πληθυντικό και να με προσφωνούν μεγαλειότατο. Πολύ γρήγορα λοιπόν το συνηθίσαμε όλοι και ούτε αυτούς ξένιζε ούτε κι εμένα. Ήταν σαν να με φώναζαν με το μικρό μου όνομα. Κατά τα άλλα, καμία άλλη ειδική μεταχείριση δεν είχα. Την ίδια καρπαζιά έτρωγα, την ίδια καρπαζιά έριχνα».
Στο πρώτο του ταξίδι στην Αμερική ο διάδοχος βρίσκεται μπλεγμένος λόγω κακοκαιρίας σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα με τον εξάδελφό του, Συμεών της Βουλγαρίας, που φοιτούσε στην Αμερικανική Στρατιωτική Ακαδημία. «Από τη θέση του οδηγού του άλλου αυτοκινήτου βγήκε μια μεσήλικη κυρία. Πετάχτηκα αμέσως έξω και άρχισα να της ζητώ συγνώμη. ″Μη συγχύζεστε!’″ μου είπε. ″Το μόνο που χρειάζεται είναι να έχετε έτοιμα το δίπλωμα και την ασφάλεια του αυτοκινήτου σας και η αστυνομία θα το λύσει αμέσως″. Το πρόβλημα όμως ήταν πως ούτε ο Συμεών ούτε εγώ είχαμε οποιοδήποτε χαρτί μαζί μας. Ο αστυνομικός, πριν καλά καλά κατέβει από το αυτοκίνητο, ρώτησε:
– Ποιος φταίει;
-«Εγώ» απαντώ.
– Και ποιο είναι το όνομά σου, buddy;
– Constantine
– Άλλο όνομα δεν έχεις;
-Όχι, είμαι ο διάδοχος της Ελλάδας.
– Και αυτός ο τύπος ποιος είναι;
– Είναι ο εξάδελφός μου, αλλά βασικά είναι ο τέως βασιλεύς της Βουλγαρίας.
– Αυτά ελάτε να μου τα πείτε στο τμήμα.
Τα πράγματα είχαν αγριέψει. Ο αξιωματικός υπηρεσίας, που θα προχωρούσε τη διαδικασία εξακρίβωσης στοιχείων, έλειπε για φαγητό και επειδή ο αστυνομικός δεν ήξερε τι να μας κάνει μας κλείδωσε σε ένα κελί. ″Για σκέψου, ρε Συμεών….είπα στον ξάδελφό μου. Ο παππούς σου και ο παππούς μου ηγήθηκαν των Βαλκανικών Πολέμων και τώρα οι δύο εγγονοί τους βρίσκονται μαζί κλεισμένοι σε ένα κελί στην Αμερική″. Το θέμα λύθηκε όταν έγινε επικοινωνία με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
-«Εγώ» απαντώ.
– Και ποιο είναι το όνομά σου, buddy;
– Constantine
– Άλλο όνομα δεν έχεις;
-Όχι, είμαι ο διάδοχος της Ελλάδας.
– Και αυτός ο τύπος ποιος είναι;
– Είναι ο εξάδελφός μου, αλλά βασικά είναι ο τέως βασιλεύς της Βουλγαρίας.
– Αυτά ελάτε να μου τα πείτε στο τμήμα.
Τα πράγματα είχαν αγριέψει. Ο αξιωματικός υπηρεσίας, που θα προχωρούσε τη διαδικασία εξακρίβωσης στοιχείων, έλειπε για φαγητό και επειδή ο αστυνομικός δεν ήξερε τι να μας κάνει μας κλείδωσε σε ένα κελί. ″Για σκέψου, ρε Συμεών….είπα στον ξάδελφό μου. Ο παππούς σου και ο παππούς μου ηγήθηκαν των Βαλκανικών Πολέμων και τώρα οι δύο εγγονοί τους βρίσκονται μαζί κλεισμένοι σε ένα κελί στην Αμερική″. Το θέμα λύθηκε όταν έγινε επικοινωνία με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Το 1961 η Τζάκι Κένεντι επισκέπτεται την Ελλάδα και τους βασιλείς στο Τατόι. «Όταν κατάλαβα ότι η Τζάκι είχε αρχίσει να κοιτάει όλο και συχνότερα έξω από το παράθυρο, ζήτησα να μου φέρουν το αυτοκίνητό μου, μια ανοιχτή Mercedes 300 SL. Όταν εμφανίστηκε το αυτοκίνητο, ο πατέρας μου, αντιλαμβανόμενος το σχέδιό μου, ρώτησε:
– Τι στο διάολο κάνει αυτό εδώ; -Θα πάρω τη σύζυγο του Προέδρου και θα την πάω βόλτα στην Αθήνα.
-Τον κακό σου τον καιρό! Ανησυχούσε μήπως γίνει κανένα κακό με το αυτοκίνητο στο δρόμο. Γυρίζει τότε η Κένεντι και με το αφοπλιστικό της χαμόγελο του λέει:
-Μα, μεγαλειότατε, θα ήθελα πολύ να πάω με το διάδοχο να γνωρίσω την Αθήνα! Τι να πει και ο πατέρας μου. Δεν μπορούσε πια να της το αρνηθεί. Μπήκαμε λοιπόν στο αυτοκίνητο, φόρεσα την τραγιάσκα μου, πάτησα γκάζι και έφυγα. Οδήγησα για κάποιες εκατοντάδες μέτρα με μεγάλη ταχύτητα, μετά από λίγο όμως σταμάτησα για να περιμένω την ασφάλεια που συνόδευε την Κένεντι. Η Κένεντι βέβαια φάνηκε να απολαμβάνει την ταχύτητα. ″Μα γιατί σταμάτησες;″ με ρώτησε απογοητευμένη. (….) Ο Κένεντι πάντως ήθελε να με παντρέψει με την κόρη του. Τουλάχιστον έτσι μου είχε πει η Αμαλία Μεγαπάνου».
-Τον κακό σου τον καιρό! Ανησυχούσε μήπως γίνει κανένα κακό με το αυτοκίνητο στο δρόμο. Γυρίζει τότε η Κένεντι και με το αφοπλιστικό της χαμόγελο του λέει:
-Μα, μεγαλειότατε, θα ήθελα πολύ να πάω με το διάδοχο να γνωρίσω την Αθήνα! Τι να πει και ο πατέρας μου. Δεν μπορούσε πια να της το αρνηθεί. Μπήκαμε λοιπόν στο αυτοκίνητο, φόρεσα την τραγιάσκα μου, πάτησα γκάζι και έφυγα. Οδήγησα για κάποιες εκατοντάδες μέτρα με μεγάλη ταχύτητα, μετά από λίγο όμως σταμάτησα για να περιμένω την ασφάλεια που συνόδευε την Κένεντι. Η Κένεντι βέβαια φάνηκε να απολαμβάνει την ταχύτητα. ″Μα γιατί σταμάτησες;″ με ρώτησε απογοητευμένη. (….) Ο Κένεντι πάντως ήθελε να με παντρέψει με την κόρη του. Τουλάχιστον έτσι μου είχε πει η Αμαλία Μεγαπάνου».
Ζητώντας το χέρι της Άννας Μαρίας από τον πατέρα της βασιλιά Φρειδερίκο: «Μεγαλειότατε, θα μπορούσα να σας μιλήσω ιδιαιτέρως; Θέλω να παντρευτώ την πριγκίπισσα Άννα Μαρία. Ζητώ το χέρι της κόρης σας.
– ″Έλα μαζί μου″ μου είπε. Ο βασιλιάς Φρειδερίκος με τράβηξε από το χέρι, άνοιξε την πόρτα ενός μικρού σκοτεινού δωματίου και αφού με έβαλε μέσα κλείδωσε και έφυγε. Σαστισμένος, άρχισα να ψάχνω με την αφή ελπίζοντας να βρω κάποιο διακόπτη. Όταν τον βρήκα, διαπίστωσα ότι με είχε κλειδώσει στην τουαλέτα του γραφείου του. Όπως μου εξήγησε αργότερα, με είχε αφήσει εκεί κλειδωμένο για να μιλήσει με τη σύζυγό του. ″Τώρα δύο πράγματα μπορείς να κάνεις και να τα κάνεις γρήγορα″ του είπε εκείνη. ″Το πρώτο είναι να ξεκλειδώσεις τον άνθρωπο και το δεύτερο είναι να πας να ζητήσεις να μας σερβίρουν σαμπάνια″.
Η πρόταση γάμου έγινε το καλοκαίρι του 1962. «Για να είμαι ειλικρινής, δεν της το ζήτησα ακριβώς. Δεν τη ρώτησα αν θέλει να γίνει γυναίκα μου. Άρχισα να της μιλάω για το πώς θα ζούσαμε στην Ελλάδα ως παντρεμένοι. Ήταν τέτοιο το πάθος μου, που χωρίς ίσως να το καταλάβω της μιλούσα σα να είχα δεδομένη τη θετική της απάντηση. Ευτυχώς δε με διέψευσε».
«Δύο μεγάλες στιγμές χαρά ένιωσα στη ζωή μου, πέρα από τις γεννήσεις των παιδιών μας. Εκείνο το ναι και το άκουσμα του εθνικού μας ύμνου όταν στο στήθος μου κρεμόταν το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο».
«Ως προς τη δολοφονία πάντως του Λαμπράκη, πιστεύω ότι ο Καραμανλής δεν είχε καμία άμεση ευθύνη. Πιστεύω ότι δεν είχε γνώση τού τι επρόκειτο να συμβεί και από αυτή την άποψη δεν μπορεί να κατηγορηθεί. Όφειλε όμως να είχε κρατήσει μακριά και υπό έλεγχο όλους αυτούς τους σκοτεινούς ανθρώπους που, αντιθέτως, είχαν άμεση πρόσβαση έως και στο ίδιο το γραφείο του. Του το φόρτωσαν. Και θέλοντας τελικά κι αυτός να βρει μια διέξοδο και να αποχωρήσει χωρίς να τον βαραίνει τίποτα, δεν είχε κανένα ενδοιασμό να «υποδείξει» ξεδιάντροπα και παρασκηνιακά ως υπεύθυνο τον πατέρα μου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου