ΒΑΣΙΛΕΙΑ - ΕΘΝΑΡΧΙΑ

Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Β ΄ ΑΔΙΚΑ ΕΧΑΣΕ ΤΟΝ ΘΡΟΝΟ ΤΟΥ . ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΟΜΩΣ ΠΑΝΤΟΤΕ Ο ΗΓΕΤΗΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ. Ο ΕΘΝΑΡΧΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗΓΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ.Ο ΕΘΝΑΡΧΗΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ.ΜΕ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΟΡΑΤΗ Η ΡΩΜΕΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ.

KING CONSTANTINE ΙΙ EXTRACTED OF HIS THRONE UNFAIRLY . BUT ALWAYS REMAIN THE NATIONAL LEADER. THE NATIONAL ROLE OF THE KING IS INDEPENDENT FROM THE HEAD OF THE STATE. KING IS ALWAYS THE FATHER OF THE NATION. WITH MONARCHY BECOME VISIONABLE THE ROMAN FOLLOWING OF THE GREEK NATION.

ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΘΥΡΕΟΣ

ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ  ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ   ΘΥΡΕΟΣ
ΙΣΧΥΣ ΜΟΥ Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2022

Βασιλειον των Ελλήνων .Η Ελληνική Μεραρχία στην Κύπρο (1964-67)

Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΕΙΝΑΙ ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑ ΔΙΟΤΙ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΗΤΑΝ ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΤΙ ΗΤΑΝ ΣΕ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ,ΤΟΝ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ ΤΟΥ.
Μία πικρή ιστορία και μία κάθετη τομή στον ιστορικό χρόνο. Η Ελληνικη Μεραρχια στην Κυπρο εχει την ιδια στορια με τον Βασιλεα Κωνσταντινο. Ενοχλουσαν και οι δυο την αμερικανικη - φιλοτουρκικη πολιτικη στην Ανατολικη Μεσογειο. Βρεθηκαν ενδοτικοι Ελληνες να εκτελεσουν και την Μεραρχια και τον Βασιλεα.

Κίμωνος του Αθηναίου,  Ιστορικά Θέματα

Τον Νοέμβριο του 1967, η δικτατορία των Αθηνών υπέκυψε στις πιέσεις των Η.Π.Α. και στις τουρκικές απειλές, προέταξε την σταθερότητα του δικτατορικού καθεστώτος απέναντι στο εθνικό συμφέρον, και συμφώνησε να αποσύρει άμεσα από την Κύπρο την ενισχυμένη μεραρχία που είχε αποσταλεί την Άνοιξη του 1964 από την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου. Η Ελληνική Μεραρχία Κύπρου είχε σταλεί στο Νησί για να διασφαλίσει την άμυνα της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία κλυδωνιζόταν από τις διακοινοτικές ταραχές του χειμώνα 1963-64, την de facto διχοτόμηση του νησιού και τις τουρκικές απειλές για στρατιωτική επέμβαση. Η πικρή και σύντομη ιστορία της Μεραρχίας αυτής  αποτελεί μία εξαιρετική επιτομή της ελληνικής (ελλαδίτικης και ελληνοκυπριακής) κακοδαιμονίας στη διαχείρισή του εθνικού θέματος. Είναι μία πληγή πού κάποιοι προσπαθούν να ξεχάσουν και κάποιοι να «ξεθωριάσουν», ταυτόχρονα όμως αποτελεί και μία βαθιά κάθετη τομή στον ιστορικό χρόνο.

Το σημείωμα αυτό θα διατρέξει τα γεγονότα της περιόδου εκείνης αλλά η στόχευσή του είναι διαφορετική από τα περισσότερα σχετικά κείμενα: το επίκεντρο είναι η ίδια η Μεραρχία Κύπρου, ο πιό άτυχος στρατιωτικός σχηματισμός της Ελληνικής ιστορίας. Η κάθοδός της και η ταπεινωτική της απόσυρση συνιστούν γεγονότα τεράστιας σημασίας, μεγαλύτερης από αυτή που συνήθως τους αποδίδεται. Και ο απόηχος της παραμονής της στο Νησί είναι – νομίζουμε – ένα καλό εργαλείο για την ερμηνεία πολλών πτυχών του Κυπριακού στην ταραγμένη πορεία προς την εισβολή του 1974.

Η Κυπριακή Δημοκρατία από το 1960 έως το 1963

Θα ανασκοπήσουμε εν τάχει το χρονολόγιο, κυρίως για τους νεώτερους αναγνώστες που συνήθως έχουν μία ασαφή και λανθασμένη εικόνα του χρονικού της προ της εισβολής του 1974 περιόδου. Η Κυπριακή Δημοκρατία γεννήθηκε το 1960 ως το «ατελές» αποτέλεσμα του τετράχρονου αντιαποικιακού αγώνα της ΕΟΚΑ που διεξήχθη με αίτημα την αυτοδιάθεση των Κυπρίων και την Ένωση με την Ελλάδα. Στο νέο κράτος αποδόθηκε ένα έντονα δυσλειτουργικό Σύνταγμα το οποίο ήταν σαφέστατα σχεδιασμένο ώστε τα δικαιώματα αρνησικυρίας (veto) της Τουρκοκυπριακής μειονότητας του 18% να παραλύουν κατά το δοκούν τη λειτουργία του Κράτους. Μετά από τρία χρόνια προβληματικής λειτουργίας του Κυπριακού Κράτους, στις 30 Νοεμβρίου του 1963 και εν μέσω ακυβερνησίας στην Ελλάδα[1], χωρίς καμιά συνεννόηση με την Ελλαδική πολιτική σκηνή, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος πρότεινε την αναθεώρηση του Κυπριακού Συντάγματος σε 13 σημεία. Με την κίνηση αυτή, ο Αρχιεπίσκοπος έδωσε την αφορμή που ανέμενε η Τουρκοκυπριακή πλευρά για να δημιουργήσει κλίμα όξυνσης ώστε να αναδειχθεί ο ρόλος της Τουρκίας ως «προστάτιδος» των Τουρκοκυπρίων. Γνωρίζουμε πλέον πως ο Αρχιεπίσκοπος έπεσε στην παγίδα των Βρετανών που τον «ενεθάρρυναν» μέσω του Ύπατου Αρμοστή, οδηγώντας τον σε ένα μεγάλο λάθος, που αφ’ ενός θυμίζει την παγίδευση πολλών ηγετών αργότερα από τις «Μεγάλες Δυνάμεις», αφ’ ετέρου υποβαθμίζεται – μέχρι εξαφανίσεως – στα πρόσφατα ιστορικά και πολιτικά κείμενα για το Κυπριακό. Η πολιτική κρίση που προέκυψε από την άρνηση των Τουρκοκυπρίων να συζητήσουν τις προτάσεις, εξελίχθηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες σε «θερμή» σύρραξη Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων: τα αιματηρά επεισόδια που συνήθως διαβάζει ο αναγνώστης ως «διακοινοτικές ταραχές» ξεκίνησαν στις 23 Δεκεμβρίου του 1963 και γρήγορα επεκτάθηκαν σε μεγάλο μέρος της Λευκωσίας και σε άλλα σημεία στο νησί.

Ας σημειωθεί εδώ πως η Κυπριακή Δημοκρατία δεν διέθετε Στρατό στο τέλος του 1963: το Σύνταγμα προέβλεπε μικτό Στρατό 2000 ανδρών, ο οποίος δεν συγκροτήθηκε ποτέ λόγω διαφωνιών και αρνησικυρίας του Τουρκοκυπρίου Υπουργού Αμύνης. Στην Κύπρο στάθμευαν, βάσει των συμφωνιών, η Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) και η Τουρκική Δύναμη Κύπρου (ΤΟΥΡΔΥΚ), δυνάμεως 950 και 650 ανδρών αντιστοίχως, που ήταν και τα μοναδικά συγκροτημένα στρατιωτικά τμήματα στο νησί. Τα αιματηρά επεισόδια της περιόδου εκείνης διεξήχθησαν μεταξύ ατάκτων ενόπλων Ελληνοκυπριακών και Τουρκοκυπριακών ομάδων, με επίκεντρο την Λευκωσία. 

Χειμώνας 1963-64: Ελληνοκύπριοι ακροβολισμένοι σε συνοικία της Λευκωσίας.

H τουρκική πλευρά, σαφώς πιο «έτοιμη», αντέδρασε άμεσα. Η ΤΟΥΡΔΥΚ εξήλθε του στρατοπέδου της και κατέλαβε καίρια σημεία στο νησί, ενώ αντίστοιχες ενέργειες έγιναν και από τους ενόπλους Τουρκοκυπρίους. Κατελήφθησαν στρατηγικά σημεία ζωτικής σημασίας, όπως το Φρούριο του Αγίου Ιλαρίωνα, ενώ απεκόπη και η οδός Λευκωσίας-Κυρηνείας. Για όσους γνωρίζουν στοιχειωδώς το χρονικό των επιχειρήσεων του Αττίλα Ι τον Ιούλιο του 1974, η σημασία των κινήσεων αυτών ήταν καθοριστική. Η Τουρκία παρενέβη και απείλησε με χρήση στρατιωτικής βίας για την «προστασία» της Τουρκοκυπριακής μειονότητας. Η Ελλάδα, βυθισμένη σε πολιτική αναταραχή, αντέδρασε με «σημειολογικές» κινήσεις, άνευ ιδιαίτερης σημασίας, για την τόνωση του ηθικού των Ελληνοκυπρίων (υπέρπτηση ελληνικών μαχητικών στον ουρανό της Λευκωσίας, έξοδος της ΕΛΔΥΚ από το στρατόπεδο και «περιήγηση» στη Λευκωσία με πατριωτικά τραγούδια, κτλ). Με παρέμβαση των Βρετανών, τα επεισόδια σταμάτησαν και χαράχθηκε η περίφημη «Πράσινη Γραμμή» ως όριο διαχωρισμού των δύο κοινοτήτων στον χάρτη.

Η κάθοδος της Ελληνικής Μεραρχίας (1964)

Με τη λήξη της ταραγμένης αυτής περιόδου, το Νησί είχε de facto διχοτομηθεί. Αυτό είχε επισυμβεί με την απόσυρση των Τουρκοκυπρίων σε συγκεκριμένους θύλακες στο Νησί, στους οποίους σταδιακά «απαγορεύθηκε» η είσοδος της Αστυνομίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και δημιουργήθηκαν παράλληλες δομές διοίκησης της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Επι πλέον, με τη βοήθεια Τούρκων αξιωματικών που άρχισαν να πληθύνονται – εισερχόμενοι στο νησί ως απλοί στρατιώτες της ΤΟΥΡΔΥΚ ή και παράνομα – άρχισε η συγκρότηση και εκπαίδευση ενόπλων Τουρκοκυπριακών τμημάτων και η δημιουργία οχυρωματικών έργων. Στην Αθήνα, αλλά και στην Λευκωσία, έγινε φανερό πως η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί επέβαλλε την αμυντική θωράκιση της Κύπρου. Αποφασίστηκε η αποστολή στην Κύπρο ενός ελληνικού τμήματος δυνάμεως Μεραρχίας και η παράλληλη συγκρότηση της Εθνικής Φρουράς που θα στελεχωνόταν με Ελλαδίτες αξιωματικούς. Η Εθνική Φρουρά, άρχισε να συγκροτείται τον Ιούνιο του 1964, σχεδόν ταυτόχρονα με την έναρξη της καθόδου της Ελληνικής Μεραρχίας (Μάιος 1964) αλλά φυσικά, χρειαζόταν χρόνος μέχρι να εξελιχθεί σε αξιόμαχο στρατό.

Στην Ελλάδα, η συγκρότηση της Μεραρχίας δημιούργησε κλίμα ενθουσιασμού στους στρατιωτικούς που ήταν ενήμεροι. Η μονάδα στελεχώθηκε σε μεγάλο βαθμό από αξιωματικούς αλλά και στρατιώτες που εθελοντικά προσφέρονταν να υπηρετήσουν στην Κύπρο. Η ανάμνηση του λαμπρού αντιαποικιακού αγώνα της ΕΟΚΑ ήταν ζωντανή στην Ελληνική κοινωνία, ενώ δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από την περίοδο που η Αθήνα μετρούσε νεκρούς σε διαδηλώσεις για το Κυπριακό (κάτι που έχει ξεχαστεί σχεδόν τελείως, τόσο στην Ελλάδα αλλά ιδίως στην Κύπρο). Η μνήμη του Καραολή, του Δημητρίου, του Παλληκαρίδη, του Μάτση και των άλλων ηρώων της ΕΟΚΑ ήταν έντονη ενώ ήταν γνωστό πως παλλόταν ακόμη το αίτημα των Κυπρίων για την Ένωση με την Ελλάδα. Η κάθοδος της Μεραρχίας ξεκίνησε την 7η Μαίου 1964 και μέχρι την 20η Οκτωβρίου του ιδίου έτους είχαν μεταφερθεί στο Νησί περίπου 8500 άνδρες. Η δομή της Μεραρχίας περιλάμβανε τρία Συντάγματα Πεζικού, δύο Μοίρες Καταδρομών και δύο Ίλες Αρμάτων.
Για το πώς πήγε «μυστικά» η Μεραρχία στην Κύπρο, έχουν γραφτεί πολλά. Παρά τα όσα έχουν ειπωθεί πρόσφατα, το εγχείρημα δεν πρέπει να έγινε αντιληπτό από τους Τούρκους – δυσκολεύεται κανείς να πιστέψει πως μία χώρα που απειλεί στρατιωτική επέμβαση δέχεται αδιαμαρτύρητα τη στρατιωτική ενίσχυση του στόχου των απειλών της. Σίγουρα όμως, η συγκρότηση και η κάθοδος της Μεραρχίας έγινε εν γνώσει – και με τις «ευλογίες» - των «προστατών» της μετεμφυλιακής Ελλάδας, Βρετανών και Αμερικανών. Είναι σίγουρο πως η παρουσία ενός ισχυρού Ελλαδίτικου σχηματισμού στην Κύπρο ήταν συμβατή με τα συμφέροντα του Δυτικού κόσμου που δεν έβλεπε με καλό μάτι τις πολιτικές ακροβασίες του Αρχιεπισκόπου με την Σοβιετική Ένωση και τους Αδεσμεύτους – ας μη λησμονεί ο αναγνώστης πως βρισκόμαστε στο 1964, μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου και μόλις δύο χρόνια από την κρίση της Κούβας, όταν η Ανθρωπότητα έφτασε πολύ κοντά στο κατώφλι του πυρηνικού ολέθρου. 
  Ωστόσο, βρίσκω πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι κάποιοι αριστεροι φρίττουν με το γεγονός της ΝΑΤΟικής συγκατάβασης στην αποστολή της Μεραρχίας, στην ίδια περίοδο που διαβάζουμε πως η Ελλάδα απελευθερώθηκε από την Οθωμανική τυραννία με την Ναυμαχία του Ναυαρίνου (και όχι από τα Δερβενάκια, το Μεσολόγγι, ή τα πυρπολικά του Κανάρη), και άρα ίσως πρέπει να αναθεωρήσουμε το εθνικό μας εορτολόγιο σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τους ξένους που μας «ελευθέρωσαν». Οι ίδιοι που επικρίνουν τον Γ. Παπανδρέου επειδή χρησιμοποίησε την ψυχροπολεμική υστερία της περιόδου εκείνης (χωρίς να σημαίνει πως δεν υπάρχουν «σκιές» σε μία τέτοια κίνηση), ταυτόχρονα μπορεί να παραληρούν με τον «μεγάλο παίκτη» Ελ. Βενιζέλο που έστελνε ένα εκστρατευτικό σώμα στη Μεσημβρινή Ρωσία να πολεμήσει τους επαναστατημένους Μπολσεβίκους, για να πάρει την έγκριση της αποστολής Ελληνικού στρατού στη Σμύρνη.

Η συγκρότηση της άμυνας της Κύπρου (1964-67)

Στο μεγαλύτερο μέρος του 1964 οι συνεχείς τουρκικές απειλές για στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο οξύνθηκαν στις αρχές Ιουνίου, οπότε και εκδηλώθηκε αμερικανική παρέμβαση με την γνωστή επιστολή του Προέδρου Τζόνσον στον Τούρκο Πρόεδρο Ι. Ινονού – ας σημειωθεί και η μαρτυρία του Β. Λυσσαρίδη πως, με πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, είχε υπάρξει και παρέμβαση του Σοβιετικού ηγέτη Νικήτα Χρουστσώφ. Τον Αύγουστο του 1964 διεξήχθησαν οι μάχες της Τηλλυρίας, στις οποίες θυσιάστηκαν 60 Ελλαδίτες και Κύπριοι, μαχόμενοι για την αποτροπή διεύρυνσης του θύλακα Κοκκίνων-Μανσούρας που θα ήταν οδηγός για αποβατική ενέργεια των Τουρκικών δυνάμεων. Παράλληλα, παρουσιάστηκαν οι διάφορες εκδοχές του Σχεδίου Άτσεσον και ήλθαν στην επιφάνεια με έντονο τρόπο οι αντιθέσεις Αθηνών και Λευκωσίας.

Στο διάστημα αυτό, η Κυπριακή άμυνα είχε σημαντικά ενισχυθεί. Στην Κύπρο πλέον στάθμευαν: η ΕΛΔΥΚ (η δύναμη της οποίας είχε ανέλθει σε 1200 άνδρες), η Ελληνική Μεραρχία καθώς και η Εθνική Φρουρά που σταδιακά καθίστατο υπολογίσιμη δύναμη. Στο Νησί κατέβηκε και ο Στρατηγός Γρίβας, ο οποίος ετέθη επικεφαλής της αμύνης της Κύπρου, σε ένα όμως ελαφρώς δαιδαλώδες σχήμα διοίκησης που αντανακλούσε τις αμφίπλευρες επιφυλάξεις Αθηνών-Λευκωσίας και την αμοιβαία δυσπιστία .

Η αντιμετώπιση της Μεραρχίας από την Κυπριακή κοινωνία
(Ηταν κοκκινο πανι για Μακαριο και ΑΚΕΛ).
Η παρουσία της Ελληνικής Μεραρχίας και η παράλληλη συγκρότηση της Εθνικής Φρουράς, ενίσχυσαν το αίσθημα ασφάλειας του Κυπριακού Ελληνισμού.  Είναι βέβαιο πως, από κάποιο χρονικό σημείο και μετά, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και η περί την ισχυρή προσωπικότητά του Κυπριακή πολιτική elite, άρχισε να βλέπει με δυσαρέσκεια την παρουσία μίας ισχυρής στρατιωτικής δύναμης την οποία δεν ήλεγχε και την οποία θεωρούσε περισσότερο ως εν δυνάμει εργαλείο πραξικοπηματικής επιβολής λύσεων, στις οποίες θα ήταν αντίθετη. Επί πλέον, για το πάντα ισχυρό στην Ελληνοκυπριακή κοινωνία και ακραιφνώς φιλοσοβιετικό ΑΚΕΛ, η Ελλάδα ήταν κυρίως μία ΝΑΤΟική χώρα και άρα η παρουσία της Μεραρχίας ήταν «κόκκινο πανί». Ο απόηχος αυτής της δυσανεξίας σημαντικού μέρους της Κυπριακής πολιτικής σκηνής αλλά και της Κυπριακής κοινωνίας προς την Ελληνική Μεραρχία, είναι πολύ έντονος ακόμη και στις μέρες μας, πενήντα (!) χρόνια μετά την άφιξή της στην Κύπρο και μπορεί να την ανιχνεύσει κανείς πολύ εύκολα με μία αναζήτηση στο διαδίκτυο.

Τα γεγονότα της Κοφίνου και η απόσυρση της Μεραρχίας

Τον Νοέμβριο του 1967, συνέβησαν τα γεγονότα της Κοφίνου που έμελλε να σφραγίσουν την τύχη της Κύπρου. Η Εθνική Φρουρά διατάχθηκε να συνδράμει την Αστυνομία στην περιοχή Κοφίνου - Αγ. Θεοδώρων, όπου ένοπλοι Τουρκοκύπριοι «απαγόρευαν» με πυρά και φυσικά εμπόδια τη διέλευση αστυνομικών περιπόλων. Επεισόδια τέτοιου είδους δεν ήταν σπάνια εκείνη την περίοδο, συνήθως όμως διευθετούνταν με παρέμβαση της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ. Τελικά, σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε μία στρατιωτική επιχείρηση στις 15 Νοεμβρίου 1967, η οποία κατέληξε σε ευρείας έκτασης επεισόδιο με 2 νεκρούς από ελληνικής πλευράς και 22 νεκρούς Τουρκοκυπρίους, κάποιοι από τους οποίους ήταν άμαχοι. Από ελληνικής πλευράς διαπράχθηκαν ακρότητες, απόλυτα αδικαιολόγητες, ιδίως για επιχείρηση συντεταγμένου τμήματος.

 Ελληνοκύπριοι Εθνοφρουροί στην επιχείρηση Κοφίνου
Η αντίδραση της Τουρκίας ήταν άμεση. Πέραν των διπλωματικών ενεργειών, απείλησε με άμεση στρατιωτική επέμβαση στέλνοντας πολεμικά πλοία πέριξ της Κύπρου ενώ τα τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη πετούσαν συνεχώς πάνω από τη Λευκωσία. Εστάλη τελεσίγραφο στην Ελλάδα, ενώ οι δηλώσεις των Τούρκων αξιωματούχων ήταν εμπρηστικές και τα καθημερινά συλλαλητήρια στις τουρκικές πόλεις απαιτούσαν πολεμική σύρραξη με την Ελλάδα. Η Washington έστειλε τον Σάυρους Βάνς στην περιοχή για να αποσοβήσει τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο, ενώ ο Στρατηγός Γρίβας ανακλήθηκε στην Αθήνα. Η κυβέρνηση των Συνταγματαρχών, προσπαθώντας να ανταπεξέλθει στην πίεση των ΗΠΑ αλλά και να διατηρήσει τον έλεγχο στο εσωτερικό, διόρισε στις 20 Νοεμβρίου Υπουργό Εξωτερικών τον Π. Πιπινέλη, από τους «Ηρακλείς» του «Ατλαντισμού» στην Ελλάδα και εμβληματική μορφή του ελληνικού ενδοτισμού. Η Τουρκία απαίτησε φορτικά την απόσυρση της Μεραρχίας από την Κύπρο και ο Πιπινέλης το αποδέχθηκε αμέσως, ενώ τελικά το αποδέχθηκε και η δικτατορική κυβέρνηση. Οι παραστάσεις του πρέσβη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αθήνα Ν. Κρανιδιώτη προς τον Π. Πιπινέλη, και το αίτημά του για παραμονή της Μεραρχίας και ενίσχυση των δυνάμεων στην Κύπρο, ουδέν αποτέλεσμα έφεραν. Η δικτατορική κυβέρνηση των Αθηνών αποδέχθηκε το τουρκικό τελεσίγραφο σχετικά γρήγορα και μέχρι τέλους Νοεμβρίου είχε ήδη συμφωνήσει να αποσύρει τη Μεραρχία.

Ο Π. Πιπινέλης φέρεται στις πηγές να επιχειρηματολογεί σε διάφορες φάσεις των διεργασιών, και απέναντι σε διαφορετικούς συνομιλητές, υπερ της απόσυρσης της Μεραρχίας. Τα επιχειρήματα που επιστρατεύει εκείνες τις ημέρες είναι η πάση θυσία αποφυγή ελληνοτουρκικού πολέμου επειδή θα καταρρεύσει το ΝΑΤΟ (!) και η εξοικονόμηση οικονομικών πόρων, μιάς και η στάθμευση της Μεραρχίας στην Κύπρο ήταν πολυδάπανη ....

Η είδηση της αποδοχής του τουρκικού τελεσιγράφου για την απόσυρση της Μεραρχίας, προκάλεσε σοκ στην ελληνική κοινωνία. Ο Γ. Παπανδρέου σάρκασε πως «Η Φαυλοκρατία έστειλε τον Στρατόν του Εθνους εις την Κύπρον και η Στρατοκρατία τον φέρνει πίσω». Η Figaro έγραψε πως «Είναι απίστευτη η ταχύτητα με την οποία η Ελλάδα έσπευσε να αποδεχθεί τους τουρκικούς όρους». Ο Τούρκος Πρωθυπουργός Σ. Ντεμιρέλ είπε αργότερα σε Έλληνα συνομιλητή του πως «Περίμενα ότι θα υποχωρήσουν οι Έλληνες αλλά όχι οτι θα ξεβρακωθούν».

Η δικτατορία των Αθηνών έσπευσε να υλοποιήσει fast track τις δεσμεύσεις της: μέχρι το τέλος του 1967, δεν υπήρχε ούτε ένας στρατιώτης της Μεραρχίας στο Νησί. Τα επαναπατριζόμενα τμήματα της Μεραρχίας αποβιβαζόντουσαν μυστικά, σε διάφορα λιμάνια της χώρας, για να αποφευχθεί η κατακραυγή του κόσμου. Ο εξευτελισμός ήταν απόλυτος και η μοίρα της Κύπρου είχε σφραγιστεί.

Προσπάθειες ερμηνείας των γεγονότων του Νοεμβρίου 1967

Είναι αλήθεια πως τα γεγονότα της Κοφίνου «σκεπάστηκαν» - δικαιολογημένα – από την τραγωδία του πραξικοπήματος και της εισβολής του 1974. 
Η πρώτη ομάδα ενδοτικων ''ελληνων'' αφορά στους πρωταγωνιστές του Απριλιανού πραξικοπήματος και τους νεώτερους απολογητές του, οι οποίοι ισχυρίζονται πως καλώς απεσύρθη η Μεραρχία το 1967 – αυτή την άποψη κατέθεσαν στην Επιτροπή της Βουλής οι Γ. Παπαδόπουλος και Κ. Κόλλιας. Εδώ, τα πράγματα είναι μάλλον απλά. Αν οι Απριλιανοί (και κυρίως ο Γ. Παπαδόπουλος) είχαν όντως την άποψη πως η στάθμευση της Μεραρχίας στην Κύπρο ήταν λανθασμένη από αμιγώς στρατιωτική άποψη, αυτή τη γνώμη δεν την σχημάτισαν στις 15 Νοεμβρίου 1967. Προφανώς, (θα έπρεπε να) την είχαν από καιρό. Στρατιωτικοί καριέρας ήταν, άσχετα αν πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας τους συνωμοτώντας για να «σώσουν» την ελληνική κοινωνία από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» και όχι μοχθώντας για την επαγγελματική τους εξέλιξη. Αν λοιπόν αυτή ήταν η εδραία άποψή τους για την Μεραρχία, θα έπρεπε να είχαν εκκινήσει ήδη από την επομένη της επικράτησης τους, την σχετική συζήτηση στα Επιτελεία και την διαδικασία αποχώρησης της από την Κύπρο. Αντί αυτής της στάσης, απέσυραν τη Μεραρχία υπό το κράτος της τουρκικής απειλής, καταρρακώνοντας ανεπανόρθωτα το κύρος και την ιστορία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων από τις οποίες προέρχονταν. Είναι ηλίου φαεινότερον πως οι αιτιάσεις για την μηδενική χρησιμότητα της παρουσίας της Μεραρχίας στην Κύπρο, αποτελούν εκ των υστέρων δικαιολογίες και μάλιστα φαιδρές. Δεν νομίζω πως χρειάζεται να έχει κανείς στρατιωτικές γνώσεις για να αντιληφθεί τι πραγματικά έγινε.
Η δευτερη ομαδα ''ενδοτικων'' ελληνων ειναι η κλικα που εφερε τον Καραμανλη στην Ελλαδα και που ζητουσε τον Αυγούστου 1974, από τους στρατιωτικούς την συγκρότηση μίας ελληνικής Μεραρχίας, η οποία θα μετεφέρετο στην Κύπρο όπου ήδη είχε εκδηλωθεί ο Αττίλας ΙΙ,παραδειγμα ο Αβερωφ που κατεθεσε οτι το 1964 η Μεραρχια στην Κυπρο δεν χρειαζοταν και το 1974 ζητουσε να κατεβει μια Μεραρχια στην Κυπρο! Μάλιστα, (υποτίθεται πως) συζητήθηκε η περίπτωση της επιβίβασης του (Πρωθυπουργού) Κ. Καραμανλή και του (Υπουργού Αμύνης) Ε. Αβέρωφ στην νηοπομπή που θα μετέφερε την Μεραρχία στην Κύπρο, με το σκεπτικό ότι έτσι θα δίσταζαν να την προσβάλουν οι Τουρκικές δυνάμεις.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ Η ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΑΠΟ  ΤΟΝ ΕΧΘΡΟ.
 «Η παρουσία της Ελληνικής Μεραρχίας θωράκισε σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό την Κύπρο και ανακούφισε τον Κυπριακό Λαό από τον φόβο τουρκικής εισβολής. Όταν αργότερα ο Ινονού έδινε οδηγίες στον Νιχάτ Ερίμ για την επιχειρηματολογία που έπρεπε να χρησιμοποιήσει κατά τις συνομιλίες του με τον Άτσεσον, τον συμβούλευσε να μην επισείει πια την απειλή της εισβολής, διότι ύστερα από την εγκατάσταση της Ελληνικής Μεραρχίας μια εισβολή στην Κύπρο ήταν εξαιρετικά δύσκολη».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου