
Πώς εορτάζουν οι Έλληνες στου Όθωνα τα χρόνια; Αυτό είναι το θέμα του βιβλίου με τον τίτλο Φιλέορτο Βασίλειο, και διευκρινιστικό υπότιτλο «Δημόσιες εορτές και εθνικές επέτειοι κατά την οθωνική περίοδο». Στην ουσία, πρόκειται για ένα πρωτόκολλο και γεννιέται μια ιδεολογία, γεμάτη από συμβολισμούς που «εξευρωπαΐζει» τους απαίδευτους φουστανελοφόρους Έλληνες.
Ωραιότατο εξώφυλλο, Προλεγόμενα, Εισαγωγή, δύο μεγάλα Μέρη, Επιλεγόμενα, τέσσερα Παραρτήματα, Φωτογραφικό υλικό, Πηγές, βιβλιογραφία –Αρθρογραφία και Ευρετήριο είναι οι επιμέρους τίτλοι αυτού του βιβλίου.
Οι δύο συγγραφείς είναι ο Παναγιώτης Κιμουρτζής, Καθηγητής Νεότερης Ιστορίας και Ιστορίας της Εκπαίδευσης στην Εκπαιδευτική Πολιτική, στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου και η Άννα Μανδυλαρά, Μόνιμη Επίκουρη Καθηγήτρια Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Και οι δύο, μεταξύ άλλων, έχουν ποικίλες δραστηριότητες, οι οποίες πηγάζουν από τους τίτλους τους, όπως συνεργασίες με άλλα πανεπιστήμια, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, συγγραφές και συμμετοχές σε συνέδρια.
Η συγγραφή ενός βιβλίου από δύο επιστήμονες φαίνεται μάλλον δύσκολο εγχείρημα, όπως οι ίδιοι λένε, αλλά και καθόλου ακατόρθωτο, όπως φαίνεται από το αποτέλεσμα. Επομένως έχουμε στα χέρια μας ένα πόνημα À quatre mains, με τέσσερα χέρια δηλαδή, σαν να έπαιζαν στο πιάνο «το ίδιο μουσικό κομμάτι». Το βιβλίο αφιερώνουν στον αγαπημένο τους δάσκαλο Γιώργο Δερτιλή.
Στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, την Αθήνα, και προηγουμένως το Ναύπλιο, αλλά και όλες τις πόλεις και κωμοπόλεις την ημέρα της εορτής, εθνικής, θρησκευτικής ή άλλης, θα ξυπνούσαν τον λαό είκοσι ένας κανονιοβολισμοί που έπεφταν από το πολυβολείο του Λυκαβηττού. Στρατιωτικές μπάντες στους δρόμους, εωθινά άσματα και άλλα της εορτής συμπαρομαρτούντα θα καλούσαν τον λαό στο ναό της Αγίας Ειρήνης, όπου θα συναντούσαν όλη την ελίτ της χώρας∙ τους βασιλείς Όθωνα και Αμαλία, τους πολιτικούς, στρατιωτικούς και θρησκευτικούς άρχοντες. Μετά το πέρας της δοξολογίας θα έπιναν τον καφέ τους στο καφενείο «Η Ωραία Ελλάς», στη γωνία Αιόλου και Ερμού, θα μάθαιναν τα νέα της Ελλάδας και του εξωτερικού, θα διασκέδαζαν πίνοντας και χορεύοντας με νταούλα και ζουρνάδες στους δρόμους και στις πλατείες. Οι βασιλείς θα δεξιώνονταν τους επίσημους επισκέπτες της Αθήνας και θα χόρευαν μια «πολωνέζα» με τη ζωηρή βασίλισσα. Αυτά επί Όθωνος, αλλά και πριν από τον Όθωνα οι Έλληνες είχαν αρκετούς αγίους για να βρίσκουν την ευκαιρία να διασκεδάζουν (επειδή ισχύει πάντα το βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος). Πέραν αυτών, αφορμή για διασκέδαση έδινε και η επίσκεψη επιφανών. Για παράδειγμα, η άφιξη του Υψηλάντη στο Βουκουρέστι, 22 Μαρτίου /3 Απριλίου 1821 εορτάστηκε με επαναστατικό οίστρο και λιτανεία. Τον Όθωνα, όταν έφτασε στην Ελλάδα με τους 3.500 Βαυαρούς τον υποδέχτηκαν οι στόλοι των τριών Προστάτιδων Δυνάμεων (να θυμίσουμε πως όταν κατέφθασε ο Καποδίστριας είχε γίνει Βαϊφόρος∙ ο συμβολισμός είναι μέγας∙ σαν τον Χριστό τον υποδέχτηκαν με βάγια και στο τέλος τον δολοφόνησαν).
Οι εορτές, γράφουν οι συγγραφείς, έχουν σκοπό να συνδέσουν το ποικιλόμορφο πλήθος με το ελληνικό παρελθόν, αλλά και να καθρεφτίζουν τους στόχους του νέου κράτους με τον Βασιλιά στο κέντρο∙ οι ευκαιρίες είναι πολλές: η άφιξη του Όθωνα, η πρώτη προκήρυξη, η ηλικίωση, ο γάμος του, τα εγκαίνια του οθωνικού πανεπιστημίου, η ορκωμοσία επί του Συντάγματος, η 25ετηρίδα του Όθωνος, η 25η Μαρτίου (από το 1838), η 3η Σεπτεμβρίου (από το 1844), η ονομαστική εορτή των βασιλέων, το νέος έτος… Γενικά, υπάρχει μία τάση όλες αυτές οι επέτειοι να ενσωματωθούν στην ελληνική παράδοση –μια «επινοημένη παράδοση»- που συμπεριλαμβάνει τους βασιλείς και φέρνει ομοιογένεια στο ετερόκλητο βασίλειο, στο οποίο παρατηρείται ένα βαθύ «πολιτιστικό ρήγμα», το οποίο δεν περιορίζεται στο ντύσιμο οπλαρχηγών ή και στο «φράγκικο» των ξένων, αλλά και σε ό,τι αφορά τα πολιτιστικά και οικονομικά προγράμματα, τις κοινωνικές θεσμοθετήσεις, το φορολογικό σύστημα, την αντιμετώπιση των ηρώων του ’21, και πολλά άλλα, τα οποία ένας ιστορικός οφείλει να μελετά γιατί άλλα συμπεράσματα συνάγει από τις διαθέσεις κατά την άφιξη του Όθωνα π.χ. και άλλα από τις ανάλογες που οδήγησαν στην έξωσή του. Συμπερασματικά: «όλες οι ιεροτελεστίες είναι επαναλαμβανόμενες και η επανάληψη υπονοεί αυτομάτως, συνέχεια με το παρελθόν».
Κατά τον Freud πρόκειται για μια «τυφλή προσπάθεια να χαλιναγωγηθεί ο κλονισμός που προκάλεσε τη διαταραχή… χωρίς ωστόσο να μπορεί να αποσπασθεί από το αβίωτο παρόν και τελικά να τεθεί υπό έλεγχο». Η έρευνα είναι μεγάλη σ’ αυτό το σημείο και οι δύο επιστήμονες έχουν πολλούς λαβυρίνθους να εξερευνήσουν, αλλά ας καταλήξουμε στο ότι οι οθωνικές εορτές δημιουργούν μια νέα μνήμη, όπου πολλά αποσιωπώνται, ενώ επιπλέει η ελπίδα για νέο μέλλον.
Οι συγγραφείς του βιβλίου θα διεισδύσουν στο πολύπλοκο πλέγμα των αντεγκλήσεων, ιδεολογημάτων, σκοπιμοτήτων και συμφερόντων… Οι εορτές, που είναι στην ουσία τελετουργίες, συνιστούν αυτό που ονομάζουμε πρωτόκολλο. Το πρωτόκολλο υπονοεί κάτι σημαντικό, εγγυάται τη συνέχεια και διατηρεί τη μνήμη των πολιτικών θεσμών που εκφράζονται με σύμβολα. Σύμβολο είναι η σημαία, και ανάλογα με τις εικόνες που φέρει, αποκτά περαιτέρω συμβολισμούς.
Αρχής γενομένης από το κίνημα του φιλελληνισμού, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, πολλοί επιφανείς ενδιαφέρθηκαν για την ελληνική κληρονομιά. Ο Βαυαρός βασιλιάς και πατέρας του Όθωνα Λουδοβίκος είχε μετατρέψει τον φιλελληνισμό σε κρατική πολιτική, μεθοδεύοντας συστηματική και την εγκαθίδρυση μιας μοναρχίας περιβεβλημένης με δραστηριότητες αρχιτεκτονικές, ζωγραφικές, πολεοδομικές, Γράμματα και Τέχνες, για όσο, τουλάχιστον, εξυπηρετούσαν τα συμφέροντά τους.
Απομνημονευματογράφος ο Αλέξανδρος Ριζος Ραγκαβής, «αυλικός ποιητής», πολιτικός, πρέσβης, γνωστός για την πίτση του στη βασιλεία περιγράφει μεν την ημέρα της αφίξεως του Όθωνα αλλά προσθέτει και το δικό του σχόλιο, στο οποίο συνδέει το σημείο της άφιξης του Όθωνα στην Τίρυνθα με την απέναντι Λερναία ακτή, όπου αποβιβάστηκε ο μυθικός Δαναός για να κομίσει στην Ελλάδα τα φώτα εξ Ανατολής. Ο Γερμανός Καρλ Μέντελσον Μπαρτόλντυ, κάνει λόγο για την ενθουσιώδη υποδοχή, την οποία σχολιάζει ο Λουδοβίκος Ρος και ο Λούντβιχ Μάουερ οι οποίοι θεωρούν την υποδοχή ως ζήτημα πρωτοκόλλου ανάμεσα σε οπλαρχηγούς και βασιλιά. Η υποδοχή έχει παρασταθεί σε πίνακες από επιφανείς ζωγράφους μεταξύ των οποίων είναι και ο Πέτερ φον Ες.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Προκήρυξη του Όθωνα στην οποία κεκαλυμμένα διακρίνεται η αντιπαλότητα των στρατιωτικών και πολιτικών μονάδων τις οποίες ο Βασιλιάς θα αντιμετωπίσει ως «αναρχία, διχόνοια και βδελυρό εγωισμό».
Παρατίθεται το Πρόγραμμα της τελετής Ενηλικίωσης του Όθωνα με όλες τις λεπτομέρειες, δυσκολίες που συνάντησε και αδυναμίες που είχε. Στέμμα και σπαθί είχαν παραγγελθεί σε μεγάλους οίκους χρυσοχοΐας στο Παρίσι. Τα εμβλήματα του Βασιλείου της Βαυαρίας όμως δεν χρησιμοποιήθηκαν και συν τω χρόνω επεκράτησε η πολύπτυχη φουστανέλα, έτσι ο Όθωνας από Γερμανός έφιππος έγινε φουστανελοφόρος, διότι η «ελληνοπρέπεια» τον κατέτασσε στους άμεσους απογόνους των Ελλήνων και ισχυροποιούσε τον μυθικό δεσμό της βαυαρικής μοναρχίας με το ελληνικό έθνος.
Στις 3 Μαΐου 1837 ο Όθων εγκαινίασε το Οθώνειον Πανεπιστήμιο, κατά τα πρότυπα των γερμανικών Πανεπιστημίων. Η 3η Μαΐου όμως είναι και ημέρα των γενεθλίων του, οπότε η 3η Μαΐου συνέδεσε τη μοναρχία με την παιδεία. Ενδιαφέρουσα και ιδεολογικά φορτισμένη ήταν η ομιλία του Πρύτανη Κ.Δ.Σχινά, σπουδασμένου στην Γερμανία και οπαδού της μοναρχίας.
Τα γενέθλια του Όθωνα συνεορτάζονται με τα γενέθλια τους πανεπιστημίου, τα γενέθλια όμως της Ελλάδας εορτάζονται στις 25 Μαρτίου. Και επειδή ένα έθνος δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς εθνική υποδομή, ο αγώνας των Ελλήνων προβάλλεται, οι αγωνιστές και οι διάδοχοί τους καλούνται στα ανάκτορα και σε άλλες εκδηλώσεις, ο Όθωνας ενισχύει χήρες και ορφανά, προσπαθεί όσο μπορεί να τους αποζημιώσει όλους, και δεν υπάρχει κάποιος, Έλληνας η Φιλέλληνας και ξένος που να μην ζητά κάποια χάρη ή αποζημίωση για την δράση του στον Αγώνα. Ο Όθωνας ζητά από τον φον Ες να φιλοτεχνήσει πορτρέτα των Αγωνιστών και να στολίσει με αυτά τις στοές του βασιλικού κήπου και να φαίνεται ότι η επιλογή του για τον θρόνο είναι απόφαση του λαού.
Φροντίζει να περιστοιχίζεται από ήρωες ή γόνους ηρώων, όπως Κ. Μπότσαρης, γιος του Μάρκου και το 1835 μεταφέρει τα οστά του στρατάρχη Γεωργίου Καραϊσκάκη στο προς τιμήν του μνημείο στο Φάληρο.
Επειδή στην αρχαία Ελλάδα τέσσερις μεγάλες εορτές ένωναν τους Έλληνες -τα Πύθια, τα Ίσθμια, τα Νέμεα και οι Ολυμπιακοί αγώνες- τέσσερις έπρεπε να είναι οι εθνικές επέτειοι του νέου κράτους: οι αγώνες της Τριπολιτσάς, της Ύδρας, της Αθήνας και του Μεσολογγίου.
Ο Παναγιώτης Σούτσος, σε κλίμα άκρατης αρχαιολατρίας, απορρίπτει θρησκεία και Θεό και στη θέση του βάζει το Υπέρτατον Ον, το οποίο δανείζεται από την ανεξιθρησκία της Γαλλικής Επανάστασης, ο Όθωνας όμως θέλει να έρθει κοντά στον λαό και τις συνήθειές του. Έτσι, καθιέρωσε, με βασιλικό διάταγμα, την 25η Μαρτίου για την διπλή εορτή του Ευαγγελισμού και της έναρξης της επανάστασης, μια χειρονομία προς τον θρησκευόμενο λαό. Από την άλλη η αυτονομία της Εκκλησίας από το Πατριαρχείο το 1850 ήταν μια υπόμνηση του ρόλου που έπαιξε ο κλήρος κατά την Επανάσταση. Η Επέτειος της 25ης Μαρτίου του 1838 έγινε με μεγάλη προβολή και επισημότητα, κανονιοβολισμούς και φωταψίες, χορούς και ευθυμία, όπου γυναίκες και παιδιά ξέφυγαν από τον δημόσιο αποκλεισμό τους και εμφανίστηκαν ανάμεσα στον ανδροκρατούμενο χορό. Στα αποσπάσματα από τα σχόλια των εφημερίδων θα δούμε τον έπαινο για τις γυναίκες που μπήκαν στον χορό σαν αρχαίες Σπαρτιάτισσες και τη μητέρα Λέκκα που έχασε τρεις γιους στη Μάχη των Αθηνών, να σπεύδει να χορέψει κάτω από την Σημαία με την άκρη της οποίας σκούπιζε τα δάκρυά της, γεγονός που συγκίνησε τους βασιλείς.
Στην Ολυμπία οργανώθηκαν αθλητικοί αγώνες, πράγμα που αγνοούσε ο Βασιλιάς και δυσαρεστήθηκε διότι η εθνική επέτειος δεν ήταν «ένα “αθώο ιδεώδες” που μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς κατά βούληση». Στην επέτειο παρευρέθηκαν αντιπρέσβεις, ανώτατοι στρατιωτικοί και άλλοι επίσημοι, με εμφανή την απουσία των πρέσβεων της Ρωσίας, Αυστρίας, Βαυαρίας, πράγμα που σχολιάστηκε. Ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας δυσαρεστήθηκε που ο Όθωνας παρεχώρησε εθνική εορτή στους Έλληνες για την Επανάστασή τους, φοβούμενος την περαιτέρω απαίτησή τους για παραχώρηση Συντάγματος. Από αντιπολιτευόμενη εφημερίδα σχολιάστηκαν δυσμενώς τα «μπαβαρέζικα βάλσια» εκεί που έπρεπε να ακούγεται ελληνική μουσική. Ακόμα και η μέρα ήταν βροχερή όπως το 1821, είπαν.
Η άλλη μεγάλη επέτειος, μετά την 25η Μαρτίου, είναι η επέτειος της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, η οποία ξεκίνησε από τους στρατιωτικούς. Λαός και στρατός με μπάντα και φωνές έφτασαν στα ανάκτορα και απαίτησαν Σύνταγμα το οποίο υποχρεώθηκε ο βασιλιάς να παραχωρήσει. Οι επαναστάτες, αντάρτες, αποστάτες, στασιαστές, είναι οι ίδιοι ανάλογα από την οπτική του κρίνοντος.
Βεβαίως μεγάλο είναι το θέμα του τι είναι οι εθνικές εορτές από όπου προκύπτει ότι «η 25η Μαρτίου και ο εορτασμός της καθιερώνεται ως ο κατεξοχήν φορέας των εθνικών εορτών» διότι «συμβολίζει τα ιερά και τα όσια του κρατικού εθνικισμού του νεαρού βασιλείου» και στο εξής οι εθνικές εορτές θα είναι οι φορείς εθνικών ιδεολογημάτων, γι’ αυτό και όλα έπρεπε να γίνουν αυστηρά, σύμφωνα με τον νόμο, αλλιώς μπορούσε κανείς να κατηγορηθεί για εθνική μειοδοσία. Ο εορτασμός στα Επτάνησα έλαβε τον συμβολισμό της Ένωσης με την Ελλάδα. Σε κάθε πόλη αναφύονται διαφορετικά προβλήματα και προστριβές με πολιτικές προεκτάσεις πάντα. Οι μεγάλες δυνάμεις δεν συμπαθούν την Ελλάδα, ιδίως μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, γι’ αυτό τα πλοία τους δεν απέτισαν τιμή με κανονιοβολισμούς στη εθνική μας επέτειο, ενώ δυο χρόνια αργότερα απέκλεισαν το λιμάνι του Πειραιά. Τέλος, επανήλθε η «κανονικότητα».
Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου έδωσε αφορμή να γραφούν πολλά ποιητικά και θεατρικά έργα, να γίνουν πίνακες και λιθογραφίες και έτσι να μεγαλυνθεί ο μύθος της. ΄
Εν ολίγοις, είναι πολλά τα παιχνίδια και της πολιτικής και της διπλωματίας τα οποία καταγράφονται, σχολιάζονται και ερμηνεύονται, όπως πολλά είναι και τα θέματα που απασχολούν τους δύο συγγραφείς.
Ο Παναγιώτης Κιμουρτζής και η Άννα Μανδυλαρά, με μια αφήγηση συναρπαστική, μας δίνουν την ιστορία της πολύπαθης Ελλάδας, μέσα από τις πηγές, τα επίσημα έγγραφα, αλλά και μέσα από τα δημοσιεύματα στις εφημερίδες, καθώς και από την πολύ ενδιαφέρουσα αλληλογραφία της Αμαλίας, από την οποία προκύπτουν ευχάριστα συναισθήματα και αγάπη για τον απλό λαό και τις λαϊκές γιορτές του, αλλά χαρακτηρίζει «καρκίνο» του φραγκοφορεμένους που σπούδασαν στη Γερμανία και ξεσηκώνουν τους στρατιωτικούς εναντίον του Βασιλιά.
Τέλος, το βιβλίο διαβάζεται με βαθιά συγκίνηση όχι μόνο από ειδικούς επιστήμονες αλλά και από κάθε Έλληνα που δεν έχει κόψει τις ρίζες του με τα ιστορικά θεμέλιά του και από κάθε μελετητή που θέλει να δει τις λεπτομέρειες πίσω από την επιφάνεια.
https://www.fractalart.gr/fileorto-vasileio/









Το έτος 2018, είδε το φως της δημοσιότητας το βιβλίο «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες» (How Democracies Die. New York: Crown Publishing, 2018), των Στήβεν Λεβίτσκι (Steven Levitsky) και Ντάνιελ Ζίμπλατ (Daniel Ziblatt), το οποίο προσπάθησε να φέρει στην επιφάνεια, να περιγράψει και να εξηγήσει τους κύριους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες δημοκρατίες. Κεντρικό του σημείο είναι η διαπίστωση των συγγραφέων ότι οι σύγχρονες δημοκρατίες του αιώνα που διανύουμε δεν εξαφανίζονται απότομα ή με βίαιο τρόπο, όπως κάποιες εποχές παλιότερα από κοινωνικές ομάδες που στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν ανήκαν στο πολιτικό σύστημα, αλλά το τέλος τους έρχεται σταδιακά εκ των έσω, ακόμα και με την συμβολή κάποιων κύριων εκπροσώπων τους(οι δημοκρατιες ειναι εχθροι του εαυτου τους και αυτοκαταστρεφονται). Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι το κείμενο επικεντρώνεται ιδιαίτερα στο χώρο των ΗΠΑ από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως Προέδρου, υπάρχουν έννοιες, απόψεις και μαθήματα που οι αναγνώστες που θα εμβαθύνουν στις σελίδες του, μπορούν και οφείλουν να αντλήσουν όχι μόνο για την αμερικανική ήπειρο αλλά και για άλλες χώρες πέραν αυτής (Εκτος της αμερικανικης ηπειρου υπαρχουν δημοκρατιες που δεν μοιαζουν με την αμερικανικη δημοκρατια των ΗΠΑ πχ η δημοκρατια στο Ηνωμενο Βασιλειο, οι δημοκρατιες στα σκανδιναβικα κράτη ,δηλαδη οι μοναρχιες της Ευρωπης ).